κοίλωμα
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
-ατος, τό,
A hollow, cavity, Arist.Spir.483b23, Mu.395b34 (pl.), Anon.Lond. 23.20 (pl.), Thphr.HP3.8.3 (pl.), Babr.86.1, Ruf.Onom.145; [τοῦ νώτου] PMag.Par.1.1846; τὰ κοιλώματα τῶν νεφῶν Epicur.Ep.2p.44U., cf. 1p.9U.
2 basin into which rivers discharge, Plb.4.39.2 (pl.), 8; bed of a torrent, Id.4.70.7: generally, of hollow places, low-lying land, LXX Ge.23.2, Agatharch.32; κοίλωμα ἔμβροχον BGU571.12 (ii A.D.); excavation, PPetr.2p.43 (pl., iii B.C.).
II ulcer on the cornea, Gal.14.773, Aët.7.29.
III Astrol., = ταπείνωμα, Paul.Al.A.2, Cat.Cod.Astr.8(1).243 (pl.).
IV metaph., τὰ κοιλώματα τῆς εὐτυχίας = weak points in... Phld.Vit.p.12 J.
German (Pape)
[Seite 1467] τό, das Ausgehöhlte, die Vertiefung; des Meeres, Pol. 4, 39, 2; des Flußbettes, 4, 70, 7; a. Sp., wie Luc. Amor. 34.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 creux, cavité ; particul. lit de la mer, d'un fleuve;
2 tache sur la cornée.
Étymologie: κοιλόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοίλωμα -τος, τό [κοιλόω] holte.
Russian (Dvoretsky)
κοίλωμα: ατος τό впадина, углубление, полость Arst., Polyb., Luc., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κοίλωμα: τό, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. π. Πνεύμ. 5, 8, π. Κόσμ. 4, 29, Βάβρ. 86. 1, κτλ.
Greek Monolingual
το (AM κοίλωμα, Μ και κοίλωμαν) κοιλώ
1. βαθούλωμα, κούφωμα («κοίλωμα βράχου»)
2. χαμηλός τόπος, κοιλάδα, λάκκωμα
νεοελλ.
(εμβρυολ. -ζωολ.) κοιλότητα μεταξύ του πεπτικού αγωγού και του σωματικού τοιχώματος του ζώου που σχηματίζεται μεταξύ στρωμάτων του μεσοδέρματος, ενός από τα βλαστητικά στρώματα του εμβρύου, και συμμετέχει στον σχηματισμό αρκετών εσωτερικών οργάνων
αρχ.
1. είδος δεξαμενής στην οποία χυνόταν το νερό που πλεόναζε από ποταμό
2. κοίτη χειμάρρου
3. η ανόρυξη, η ανασκαφή
4. (στον κερατοειδή χιτώνα του οφθαλμού) έλκος, τραύμα, πληγή
5. αστρολ. η απόκλιση αστέρα, το ταπείνωμα
6. μτφ. το τρωτό σημείο.
Greek Monotonic
κοίλωμα: -ατος, τό, κοίλωμα, κοιλότητα, κουφάλα, κούφωμα, σε Βάβρ. κ.λπ.