προκατάληψη

From LSJ

δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → a wise man should not keep making the same mistake, a wise man should not repeat the same mistake, doing twice the same mistake is not a wise man's doing, making the same mistake twice does not befit the wise, making the same mistake twice does not belong to a man who is wise, making the same mistake twice does not belong to a wise man, the wise man does not make the same mistake twice, to commit the same sin twice is not a sign of a wise man, it is unwise to err twice

Source

Greek Monolingual

η / προκατάληψις, -ήψεως, ΝΜΑ προκαταλαμβάνω
ρητορικό σχήμα κατά το οποίο ο ρήτορας ανασκευάζει ενδεχόμενη αντίρρηση του αντιπάλου
νεοελλ.
1. γνώμη που σχηματίζεται εκ τών προτέρων από εξωτερικό επηρεασμό και χωρίς ενδελεχή εξέταση πραγμάτων, κυρίως γνώμη κακή και μεροληπτική («έκριναν με προκατάληψη»)
2. μεροληπτική στάση, και προδιάθεση για δυσμενή αντίδραση απέναντι σε ένα πρόσωπο, ομάδα ή στα μέλη της, επειδή ανήκουν σε μια ορισμένη κατηγορία, στάση, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας είναι ότι εκπηγάζει από στερεότυπες πεποιθήσεις και διαδικασίες και όχι από την πραγματική εξακρίβωση τών πραγματικών χαρακτηριστικών της κατηγορίας αυτής («πολλοί έχουν προκατάληψη κατά τών γυναικών υπαλλήλων»)
αρχ.
1. άλωση, κατάληψη εκ τών προτέρων
2. προκαταρκτική αντίληψη, μάθηση.