προσκάθημαι
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
Ion. προσκάτημαι, used as pf. of προσκαθέζομαι,
A to be seated by, Thphr. Char.29.5 codd.
2 rest upon, be close to, τοῖς ὄρχεσι Arist.HA510a21, cf. Thphr. HP 7.13.6; adhere, [τοῖς ὀδοῦσι] Diocl.Fr.141, cf. Orib.Fr.76.
II sit down against a town, besiege it, Hdt.2.157, 5.104, Th.7.48, etc.: metaph., importune, Id.6.94; keep a close watch upon, D.23.167.
2 attend diligently to, ταῖς θεραπείαις ἐπιμελῶς IG11(4).1299.12 (Delos, iii B.C.); devote oneself to, τοῖς παισί Jul.Or.3.110c; of bees, π. [θύμῳ] Plu.2.41f; τέχνῃ π. Lyc.386.
III προσκαθήμενον (dub. sens.) is v.l. for προσκαθεψημένον in Hp.Vict.2.52.
German (Pape)
[Seite 767] (s. ἧμαι), ion. προσκάτημαι, wie πρόσημαι, dabei sitzen, häufig dei Einem sitzen, viel mit Einem verkehren, τινί, Her. 6, 94, in krieger. Sinne, vor einer Stadt sitzen, sie belagern, obsidere, c. dat., 2, 157. 5, 104; Thuc. oft; Plat. Rep. X, 609 c; Pol. oft u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
1 être posé ou placé sur ou près de, se trouver près de, vivre près de, τινι;
2 camper près de, assiéger.
Étymologie: πρός, κάθημαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-κάθημαι, Ion. προσκάτημαι in... (gaan) zitten, bij... gaan zitten. belegeren:. προσκατήμενος πολιορκέειν belegeren Hdt. 2.157.
Russian (Dvoretsky)
προσκάθημαι: ион. προσκάτημαι
1 сидеть рядом, возле или сверху: (αἱ μέλισσαι) προσκάθηνται τῷ θύμῳ Plut. пчелы сидят на тимьяне;
2 осаждать (τῷ πεζῷ Thuc.; πόλιν προσκατήμενος ἐπολιόρκεε Her.);
3 упорствовать: Πεισιοτρατιδέων προσκατημένων καὶ διαβαλλόντων Ἀθηναίους Her. в то время как писистратиды не переставали клеветать на афинян;
4 облегать, окружать (πόροι προσκαθήμενοί τινι и πρός τι Arst.).
Greek Monolingual
και ιων. τ. προσκάτημαι Α κάθημαι
1. κάθομαι, μένω κοντά
2. στηρίζομαι πάνω σε κάποιον ή σε κάτι
3. προσκολλώμαι
4. (για στράτευμα) σταματώ απέναντι από μια πόλη και τήν πολιορκώ
5. αφοσιώνομαι («προσκάθημαι τοῖς παισί», Ιουλ.)
6. ασχολούμαι επιμελώς («προσκάθημαι ταῖς θεραπείαις ἐπιμελῶς», επιγρ.)
7. μτφ. α) ενοχλώ κάποιον
β) γίνομαι φορτικός
γ) (για μέλισσες) συχνάζω.
Greek Monotonic
προσκάθημαι: Ιων. -κάτημαι, κυρίως παρακ. του προσκαθέζομαι·
I. κάθομαι δίπλα ή κοντά, ζω μαζί με κάποιον, τινι, σε Ηρόδ., Θεόκρ.
II. πολιορκώ, Λατ. obsidere, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
προσκάθημαι: Ἰωνικ. -κάτημαι, κυρίως πρκμ. τοῦ προσκαθέζομαι, κάθημαι, μένω πλησίον, ζῶ μετά τινος, τινι Ἡρόδ. 6. 94, Θεοφρ. Χαρακτ. 29· ― ἐπὶ μελισσῶν, πρ. θύμῳ Πλούτ. 2. 41F· μεταφορ., τέχνῃ πρ. Λυκόφρ. 386. ΙΙ. κάθημαι ἔναντι πόλεως, πολιορκῶ αὐτήν, Λατ. obsidere, Ἡρόδ. 2. 157., 5. 104, Θουκ. 7. 48, Δημ. 676. 4, κτλ. ΙΙΙ. στηρίζομαι ἐπί τινος, εἶμαι πλησίον τινός, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 15, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 13, 6.
Middle Liddell
ionic -κάτημαι properly perf. of προσκαθέζομαι
I. to be seated by or near, live with, τινι Hdt., Theophr.
II. to sit down against a town, besiege it, Lat. obsidere, Hdt., Thuc., etc.
Lexicon Thucydideum
obsidere, perseverare in obsidione, to besiege, persevere in the siege, 4.130.2, 6.89.6. 7.47.4. 7.48.2, 7.48.6. 7.49.2, 8.11.2. [praeterea vulgo moreover in the common texts 8.76.5, ubi nunc where now προκαθημένους.]