πρόσκαιρος
ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant
English (LSJ)
πρόσκαιρον,
A occasional, extraordinary, ἑορτή IG22.1368.44; αἱ π. ἐπιβολαί the additional taxes, PLond.3.979.19(iv A.D.); τὰ δημόσια τέλη κανονικά τε καὶ π. τούτων PMasp.168.36 (vi A.D.).
2 opportune, ἐκδρομαί Plu.Pel.15; θόρυβοι Luc.Dem.Enc.31; ῥῆμα Sch.Ar. Ach.274.
3 at the time, τὰ π. ἄδηλα Gal.1.78.
4 πρόσκαιρον, τό, agreement having temporary validity, Sammelb.6000v.35 (vi A.D.).
II lasting for a time, temporary, Str.7.3.11; ἀνοχή D.C. Fr.46.1; π. ἡ τέρψις, opp. ἀθάνατος, D.H.Rh.7.4,6; opp. αἰώνιος, 2 Ep.Cor.4.18, cf. OGI669.14 (Egypt, i A.D.); transient, Ev.Matt. 13.21, Plot.4.8.8. Adv. προσκαίρως Sor.1.31, Ps.-Dsc.4.58, Hdn.4.14.7.
German (Pape)
[Seite 767] 1) zur rechten Zeit, paßlich, glücklich angebracht, Plut. Pelop. 15. – 2) eine Zeitlang, nur eine Zeitlang dauernd, καὶ ἄλλοτ' ἄλλοι, Strab. 7, 3, 11; S. Emp. adv. phys. 1, 62; θόρυβοι, Luc. Dem. enc. 31; Gegensatz ἀθάνατος, zeitlich, vergänglich, N.T. u. K. S.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
passager, rapide, court.
Étymologie: πρός, καιρός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσ-καιρος -ον gelegen, opportuun:. ἐκδρομὰς... προσκαίρους τιθέμενοι op het juiste moment aanvallend Plut. Pel. 15.8. christ. tijdelijk, niet blijvend, van het ogenblik.
Russian (Dvoretsky)
πρόσκαιρος: (кратко)временный, непродолжительный (ἐκδρομαί Plut.; θόρυβοι Luc.; τὰ βλεπόμενα NT).
Greek (Liddell-Scott)
πρόσκαιρος: -ον, ἐπίκαιρος, κατάλληλος, ῥῆμα Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 275. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐπί τινα μόνον χρόνον διαρκῶν, πρ. ἡ τέρψις, ἀντίθετον τῷ ἀθάνατος, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 7. 4 καὶ 6· τῷ αἰώνιος, Βϳ Ἐπιστ. πρ. Κορ. δϳ, 18, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 14· ― βραχύς, ἐκδρομαὶ Πλουτ. Πελοπ. 15· θόρυβοι Λουκ. Δημοσθ. Ἐγκώμ. 31.
English (Strong)
from πρός and καιρός; for the occasion only, i.e. temporary: dur-(eth) for awhile, endure for a time, for a season, temporal.
English (Thayer)
πρόσκαιρον (equivalent to ὁ πρός καιρόν ὤν), for a season (cf. πρός, IV:5), enduring only for a while, temporary: Josephus, Antiquities 2,4, 4; Dio Cassius, Dionysius Halicarnassus (Strabo 7,3, 11), Plutarch, Herodian; ὁ παρών καί πρόσκαιρος κόσμος, Clement, homil. 20,2.)
Greek Monolingual
-η, -ο, / πρόσκαιρος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που διαρκεί μικρό χρονικό διάστημα, προσωρινός (α. «πρόσκαιρη χαρά» β. «πρόσκαιρος ἡ τέρψις», Διον. Αλ.)
2. παροδικός (α. «πρόσκαιρες ανησυχίες της ψυχής τους», Παπαντ.
β. «πρόσκαιροι θόρυβοι», Λουκ.)
νεοελλ.
φρ. α) «πρόσκαιρα δεσμά»
(ποιν. κώδ.) ποινή στερητική της ελευθερίας την οποία προέβλεπε ο παλαιός ποινικός νόμος για κακουργήματα και είχε διάρκεια από 10 έως 20 χρόνια και η οποία στον νέο ποινικό κώδικα αντικαταστάθηκε από την ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης
β) «πρόσκαιρη κάθειρξη»
(νομ.) στερητική της ελευθερίας ποινή που επιβάλλεται μόνο στα κακουργήματα και η οποία διαρκεί από 5 ως 20 χρόνια
γ) «πρόσκαιροι αστέρες»
αστρον. αστέρες που παρουσιάζονται αιφνιδίως στο στερέωμα και οι οποίοι με την πάροδο του χρόνου εξασθενούν ώσπου εξαφανίζονται τελείως
αρχ.
1. αυτός που τελείται κατά τις περιστάσεις, ευκαιριακός («πρόσκαιρος ἑορτή», επιγρ.)
2. επιπρόσθετος («τὰ δημόσια τέλη κανονικά τε καὶ πρόσκαιρα τούτων», επιγρ.)
3. έγκαιρος
4. επίκαιρος
5. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ πρόσκαιρον
α) χρονική προθεσμία
β) προσωρινή, παροδική ευχαρίστηση που δεν διαρκεί πολύ
6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πρόσκαιρα
εκκλ. η επίγεια ζωή.
επίρρ...
προσκαίρως ΝΑ, και πρόσκαιρα Ν
κατά τρόπο πρόσκαιρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καιρός (πρβλ. επίκαιρος)].
Greek Monotonic
πρόσκαιρος: -ον, αυτός που ανήκει σε μια περίοδο, εποχικός, προσωρινός, σε Καινή Διαθήκη, Λουκ.
Middle Liddell
πρόσ-καιρος, ον,
for a season, temporary, NTest., Luc.
Chinese
原文音譯:prÒskairoj 普羅士-開羅士
詞類次數:形容詞(4)
原文字根:向著-時期
字義溯源:僅為此機會,暫時的,短暫的;由(πρός)=向著)與(καιρός)*=時機)組成;而 (πρός)出自(πρό)*=前)
出現次數:總共(4);太(1);可(1);林後(1);來(1)
譯字彙編:
1) 暫時的(2) 太13:21; 可4:17;
2) 暫時(1) 來11:25;
3) 是暫時的(1) 林後4:18