ραγάδα
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
Greek Monolingual
η / ῥαγάς, -άδος, ΝΜΑ
1. ρωγμή, μικρή σχισμή, ράγισμα, χαραματιά, χαραμάδα, σκασιματιά
2. ιατρ. γραμμοειδής σχισμή του δέρματος που παρουσιάζεται ιδίως στα άκρα του σώματος, σκάσιμο
νεοελλ.
1. ιατρ. δευτερογενής στοιχειώδης βλάβη του δέρματος λόγω ρήξεως της επιδερμίδας και της θηλώδους στιβάδας του χορίου, συνήθως γύρω από φυσικά στόμια, λ.χ. από το στόμα, τις θηλές τών μαστών, τον πρωκτό
2. βοτ. στον πληθ. οι ραγάδες
μορφή ελαττωμάτων δομής του ξύλου και συγκεκριμένα διακοπή της συνέχειας και αποχωρισμός του ξυλώδους ιστού που μειώνουν την αξία χρήσης του ξύλου για τεχνικές κατασκευές
3. φρ. «ῥαγάδα του πρωκτού»
ιατρ. επιφανειακή εξέλκωση που εδράζεται στο βάθος μιας από τις ακτινοειδείς πτυχές του πρωκτού και χαρακτηρίζεται κλινικώς από επώδυνη σύσπαση του σφιγκτήρα του πρωκτού
αρχ.
1. ρωγμή του εδάφους, ρήγμα, ρηγμάτωση
2. σωλήνας, αυλός
3. αιμορροΐδες
4. (κατά τον Ησύχ.) «σταφυλίς, ῥωγάς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ- του ῥήγνυμι (πρβλ. ἐρράγην), με επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. πληγάς)].