σαρόω
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
= σαίρω (B), sweep clean, τὴν οἰκίαν Ev.Luc.15.8, Artem.</au
German (Pape)
[Seite 864] = σαίρω, segen, kehren, οἰκίαν, N.T. u. Artemid. 2, 33; – übertr., umherjagen, umhertreiben, vom Sturme, διπλῶν μεταξὺ χοιράδων σαρούμενον, Lycophr. 389, nach E. M. κλυδωνιζόμενον. – Doch ist σαρόω unatt., jüngeres u. schlechteres Wort als σαίρω, Lob. zu Phryn. p. 83.
French (Bailly abrégé)
σαρῶ :
balayer.
Étymologie: σάρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σαρόω [σαίρω] schoonvegen.
Russian (Dvoretsky)
σαρόω: подметать (οἶκος σεσαρωμένος καὶ κεκοσμημένος NT).
Greek (Liddell-Scott)
σᾰρόω: σαίρω ΙΙ, σαρώνω, σκουπίζω, καθαρίζω, τὴν οἰκίαν Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιε΄, 8, Ἀρτεμίδ. 2. 33. - Παθ., οἶκος σεσαρωμένος Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιβ΄, 44, κτλ. ΙΙ. Παθ., ὡσαύτως, ἐπὶ σαρουμένου πράγματος, κῦμα… μεταξὺ χοιράδων σαρούμενον Λυκόφρ. 389. Οἱ Ἀττικίζοντες ἀποδοκιμάζουσι τὴν λέξιν, ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 83.
English (Strong)
from a derivative of sairo (to brush off; akin to σύρω); meaning a broom; to sweep: sweep.
English (Thayer)
(for the earlier σαίρω, cf. Lob. ad Phryn., p. 83 (Winer's Grammar, 24,91 (87))), σάρω; perfect passive participle σεσαρωμένος; (σάρον a broom); to sweep, clean by sweeping: τί, Artemidorus Daldianus, oneir. 2,33; (Apoll. Dysk., p. 253,7); Geoponica.)
Greek Monotonic
σᾰρόω: μέλ. -ώσω = σαίρω II, καθαρίζω με τη σκούπα, σκουπίζω, σαρώνω, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., μτχ. παρακ. σεσαρωμένος, στο ίδ.
Middle Liddell
σᾰρόω, [from σᾰ́ρον] = σαίρω II]
to sweep clean, NTest.:— Pass., perf. part. σεσαρωμένος NTest.
Chinese
原文音譯:sarÒw 沙羅哦
詞類次數:動詞(3)
原文字根:打掃
字義溯源:打掃,掃除,打掃乾淨;源自(σαίνω / σιαίνομαι)X*=刷子),類似(σύρω)=拖拉*)
出現次數:總共(3);太(1);路(2)
譯字彙編:
1) 打掃(2) 太12:44; 路15:8;
2) 打掃乾淨(1) 路11:25