ἀντεμπλοκή

From LSJ

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντεμπλοκή Medium diacritics: ἀντεμπλοκή Low diacritics: αντεμπλοκή Capitals: ΑΝΤΕΜΠΛΟΚΗ
Transliteration A: antemplokḗ Transliteration B: antemplokē Transliteration C: antemploki Beta Code: a)ntemplokh/

English (LSJ)

ἡ, mutual entwining, αἱ ἐν ταῖς ἀτόμοις ἀ. M.Ant.7.50; crossing of veins, Gal.in Pl. Ti.7; complication, confusion, M.Ant.6.10.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
1 entrelazamiento, διάλυσις τῶν ἐν ταῖς ἀτόμοις ἀντεμπλοκῶν M.Ant.7.50, τῶν φλεβῶν Gal.in Pl.Tim.7, τῶν ἀτόμων Basil.M.29.8B.
2 confusión κυκεὼν καὶ ἀντεμπλοκὴ καὶ σκεδασμὸς ἢ ἕνωσις καὶ τάξις καὶ πρόνοια M.Ant.6.10.

German (Pape)

[Seite 246] ἡ, gegenseitige Verflechtung, M. Anton. 7, 50.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντεμπλοκή: ἡ, ἀμοιβαία ἐμπλοκή, συμπλοκή, διάλυσις τῶν ἐν τοῖς ἀτόμοις ἀντεμπλοκῶν Μ. Ἀντων. 7. 50.

Greek Monolingual

ἀντεμπλοκή, η (AM)
1. συνδυασμός, σύνθεση
2. (για φλέβες) διασταύρωση
3. σύγχυση, ταραχή.

Translations

confusion

Arabic: اِلْتِبَاس‎; Hijazi Arabic: لخبطة‎, حوسة‎, خربطة‎; Armenian: շփոթ; Assamese: খেলিমেলি, আউল; Bulgarian: объ́ркване, бъркотия; Catalan: confusió; Chinese Mandarin: 混亂/混乱; Czech: zmatek; Danish: forvirring, forvirrelse; Dutch: verwarring, war; Esperanto: konfuzo; Finnish: sekaannus, epäselvyys, hämmennys; French: confusion, désordre; German: Verwirrung, Durcheinander, Konfusion, Verwechslung; Greek: σύγχυση, μπέρδεμα; Ancient Greek: ἀδιαληψία, ἀκαταστασία, ἀκοσμία, ἀκρισία, ἀλαλία, ἀλλοδοξία, ἀλογία, ἀλογίη, ἀνακύκλησις, ἀναστροφή, ἀναφυρμός, ἀνάχυσις, ἀντεμπλοκή, ἄνω ποταμῶν, ἀσάφεια, ἀσυστασία, ἀταξία, ἀταξίη, Βαβέλ, διασκορπισμός, διαστροφή, διατροπή, δίνη, δυσωπία, ἐκβρασμός, ἔκπληξις, ἐξαπόρησις, ἐπάλλαξις, ἐπιπλοκή, ἐπιτάραξις, θόρυβος, καταφθορά, κλόνος, κυκηθμός, ξύγχυσις, ὄμιλλος, ὅμιλος, πολυμιγία, ῥόθος, σύγχυσις, σύμφυρσις, τάραγμα, ταραγμός, τάραξις, ταραχή, τύρβα, τύρβασμα, τύρβη, φυρμός; Hebrew: בִּלְבּוּל‎; Hindi: गड़बड़; Hungarian: zavar, összevisszaság; Icelandic: ruglingur, brengl; Italian: confusione, disordine; Japanese: 混乱; Khmer: ល្បែ; Korean: 혼란(混亂); Ladino: embroyo, dubarina, enredijo, mareo, taburra; Latin: tumultus; Malay: kekeliruan; Maori: matangerengere, kaumingomingo, pōkaikaha; Polish: zamieszanie, chaos; Portuguese: confusão; Romanian: confuzie; Russian: путаница, неразбериха, беспорядок; Slovak: zmätok, chaos; Spanish: confusión; Telugu: తడబాటు; Tocharian B: traike; Ushojo: وار خطئ