ἀρχαιότης
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ἀρχαιότητος, ἡ, antiquity, old-fashionedness, Pl.Lg.657b, D.H. Pomp.2; simplicity, Alciphr.3.64; pristine state, ἀποκαταστῆσαι εἰς τὴν ἀρχαιότητα τῆς αὐτονομίας SIG814.42 (Nero); ancient history, J.Ap.1.1, al.; antiquity, ancient times, D.Chr.31.94.
Spanish (DGE)
ἀρχαιότητος, ἡ
1 sin connotaciones posit. o peyor. antigüedad, lo antiguo τὸ ψέγεσθαι τὴν ἀρχαιότητα Pl.Lg.797c, περὶ δὲ τῆς τοῦ γένους ἀρχαιότητος sobre la antigüedad de la raza (humana) D.S.1.9, διὰ ἀρχαιότητα = por (su) antigüedad Corn.ND 20, cf. D.Chr.31.94, ἡ ἀρχαιότης τῆς Ἄλβης D.C.7.2, ἡ ἀρχαιότης τῆς κωμῳδίας Ath.57a, como tít. de obras Antiquitates περὶ ἀρχαιότητος Ἰουδαίων I.Ap.tít., cf. Origenes Cels.4.11.
2 c. connotaciones posit. antigüedades, nobleza, prosapia διὰ ... τὴν τῆς οἰκίας ἀρχαιότητα Plb.5.6.4.6, τοῦ μονογενοῦς θεότητα καὶ ... ἀρχαιότητα la divinidad y esencia originaria del unigénito Alex.Al.Ep.Alex.50
•ritual antiguo περὶ τὰς θυσίας καὶ τὰς ἀρχαιότητας D.S.1.29
•estado originario εἰς τὴν ἀρχαιότητα τῆς αὐτονομίας IG 7.2713.42 (Acrefia I d.C.).
3 c. connotaciones peyor. el ser anticuado, arcaísmo ἐπικαλοῦσα ἀρχαιότητα acusándo(lo) de anticuado Pl.Lg.657b, ret. ὅ τε πίνος τῆς ἀρχαιότητος la pátina del arcaísmo D.H.Pomp.2, λέξιν ... ὑπ' ἀρχαιότητος διαλανθάνουσαν Eun.VS 496
•simpleza, estulticia ὑπ' ἀνοίας καὶ ἀρχαιότητος τρόπου Alciphr.3.28.1.
German (Pape)
[Seite 364] ἀρχαιότητος, ἡ, Alter, Altertümlichkeit, mit tadelndem Nebenbegriff, Plat. Legg. II, 657 b VII, 797 c; Einfalt, Alciphr. 3, 64.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχαιότης: ἀρχαιότητος ἡ древность, старина Plat.
Greek Monolingual
η (Α ἀρχαιότης, [ἀρχαιότητος]) αρχαίος
νεοελλ.
1. οι αρχαίοι χρόνοι και κυρίως οι κλασικοί
2. η προτεραιότητα σε διορισμό ή προαγωγή υπαλλήλων
3. πληθ. τα μνημεία της τέχνης του αρχαίου πολιτισμού
αρχ.
1. ο αρχαιοπρεπής τρόπος ή χαρακτήρας
2. η απλοϊκότητα, η ανοησία.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχαιότης: ἀρχαιότητος, ἡ, ἀρχαιότης, παλαιότης, ἀρχαιοτροπία, Πλάτ. Νόμ. 657Β· ἁπλότης, εὐήθεια, ὑπ’ ἀνοίας καὶ ἀρχαιότητος τρόπου Ἀλκίφρ. 3. 64.
Translations
Arabic: تَارِيخ قَدِيم; Bulgarian: древност, античност; Catalan: antiguitat; Chinese Mandarin: 古代; Czech: antika, starověk; Dutch: oudheid; Esperanto: antikveco, antikvo; Ethiopian Sign Language: የድሮ ዘመነን; Finnish: antiikki; French: Antiquité; Galician: antigüidade; German: Antike, Altertum; Greek: αρχαιότητα; Ancient Greek: ἀρχαιότης; Hungarian: antikvitás, ókor; Ido: antiqueso; Italian: antichità; Japanese: 昔, 古代; Korean: 고대; Latin: antīquitās; Latvian: senatne; Luxembourgish: Antiquitéit; Maori: pāhake, whakapata, nehe, neherā, tua whakarere; Middle English: antiquyte; Polish: antyk, starożytność; Portuguese: antiguidade; Romanian: antichitate; Russian: древность, старина; Serbo-Croatian: antika; Slovak: starovek; Spanish: antigüedad; Swedish: antiken, forntid; Ukrainian: давнина́, старовина́