ἐκτοξεύω
ἥλιον ἐν λέσχῃ κατεδύσαμεν → we let the sun go down in talk, we let the sun go down in conversation
English (LSJ)
A shoot out, shoot away, τὰ βέλη ἐξετετόξευτο Hdt.1.214, etc.; ἐκτοξεύω γραφήν Hld.9.5: metaph., τὸ σῶφρον ἐξετόξευσεν has shot away all its arrows, i.e. has no resource left, E.Andr.365; νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Ar.Pl.34.
2 metaph., reject, banish, ἀλήθειαν Ph.1.528:—Pass., ὑπερόριος ἐ. ib.252.
3 abs., shoot from a place, shoot arrows, X.An.7.8.14,Arr.An.1.1.11.
4 Pass., of the pulse, Gal.8.486.
Spanish (DGE)
I 1disparar flechas X.An.7.8.14, ἐς τοὺς Θρᾷκας Arr.An.1.1.11, en v. pas. ὥς σφι τὰ βέλεα ἐξετετόξευτο Hdt.1.214, cf. Hero Bel.79.7.
2 vaciar de flechas, disparar todas las flechas del carcaj, en sent. fig., en v. pas. τὸν ἐμὸν ... ἤδη νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Ar.Pl.34.
II 1disparar, lanzar como un proyectil γραφὴν ἐκτοξεύων lanzando una carta atada a una piedra, Hld.9.5, en v. pas., del aguijón del escorpión, Ctes.45d.15
•fig. σου τὸ σῶφρον ἐξετόξευσεν φρενός E.Andr.365.
2 expulsar, expeler en v. pas. c. gen. τὸ πῦρ ... τῶν ἑτεροφυῶν στοιχείων ἐκτοξευθέν ... el fuego, expelido de entre los elementos de distinta naturaleza Gr.Nyss.M.44.76D
•fig. echar, desterrar ἀλήθειαν Ph.1.528, en v. pas. ὑπερόριος ἐκτετόξευται φθόνος Ph.1.252.
III en v. med. ir lanzado, agitado del pulso, Gal.8.486.
German (Pape)
[Seite 782] 1) herausschießen, z. B. aus einem Thurme, Xen. An. 7, 8, 14 u. Sp. – 2) verschießen; βέλη ἐξετετόξευτο Her. 1, 214; Sp.; übertr., βίον, verleben, Ar. Plut. 34, Schol. ἀνηλῶσθαι. Aehnl. Eur. Andr. 365 τὸ σῶφρον ἐξετόξευσε φρενός, Hesych. ἐξέπεσεν, entschwand.
French (Bailly abrégé)
1 lancer des flèches d'un endroit;
2 épuiser ses traits ; fig. ἐκτ. βίον AR épuiser, càd user sa vie.
Étymologie: ἐκ, τοξεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκτοξεύω:
1 (с какого-л. места) пускать, метать (βέλη Xen.);
2 (о стрелах), выстреливать, расходовать, (ὥς σφι τὰ βέλεα ἐξετετόξευτο Her.); перен. истрачивать: τὸν ἐμὸν ἤδη νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Arph. полагая, что жизнь моя прожита;
3 истощаться: καί σου τὸ σῶφρον ἐξετόξευσεν φρενός Eur. запас твоей скромности истощился.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτοξεύω: ῥίπτω πάντα τὰ βέλη, κενῶ τὴν φαρέτραν, ὥς σφι τὰ βέλεα ἐξετετόξευτο Ἡρόδ. 1. 214, κτλ.· μεταφ., τὸ σῶφρον ἐξετόξευσεν, ἐξήντλησεν, Εὐρ. Ἀνδρ. 365· ἐν τῷ παθ., νομίζων ἐκτετοξεῦσθαι βίον Ἀριστοφ. Πλ. 34. 2) ἀπολ., ῥίπτω ἔκ τινος μέρους βέλη, τοξεύω, Ξεν. Ἀν. 7.8, 14, Ἀρρ. Ἀν. 1. 1, κτλ.
Greek Monolingual
(Α ἐκτοξεύω)
νεοελλ.
1. ρίχνω με ορμή, εκσφενδονίζω, εκτινάσσω
2. μτφ. (για δυσάρεστα λόγια) απευθύνω, εκστομίζω με θυμό («εκτόξευσε απειλές, κατηγορίες»)
αρχ.
1. ρίχνω βέλη με τόξο, τοξεύω
2. ρίχνω βέλη ώσπου να αδειάσει η φαρέτρα
3. μτφ. αποδοκιμάζω, απορρίπτω
4. μτφ. εξαντλούμαι, αναλίσκομαι («τὸν ἐμόν... σχεδὸν νομίζων ἐκτοξεῡσθαι βίον» — ότι ο βίος μου έχει σχεδόν εξαντληθεί, αναλωθεί, Αριστοφ.).
Greek Monotonic
ἐκτοξεύω: μέλ. -σω,
I. ρίχνω όλα τα βέλη, αδειάζω τη φαρέτρα, σε Ηρόδ.· μεταφ., ἐξετόξευσεν, εξήντλησε όλα τα βέλη του, δηλ. δεν του απέμεινε καθόλου απόθεμα, σε Ευρ.
II. απόλ., τοξεύω από κάποιο μέρος, ρίχνω βέλη, σε Ξεν.
Middle Liddell
fut. σω
I. to shoot out, shoot away, Hdt.:— metaph., ἐξετόξευσεν has shot away all its arrows, i. e. has no resource left, Eur.
II. absol. to shoot from a place, shoot arrows, Xen.
Translations
reject
Arabic: رَفَضَ; Armenian: մերժել; Azerbaijani: rədd etmək; Basque: atzera bota; Bulgarian: отхвърлям; Catalan: rebutjar, refusar; Chinese Hokkien: khì-choa̍t, kū-choa̍t; Mandarin: 拒絕, 拒绝; Cornish: denagha; Czech: odmítnout, zamítnout; Danish: afvise; Dutch: verwerpen, afwijzen; Esperanto: malakcepti, malagnoski; Finnish: hylätä, torjua; French: rejeter; Galician: rexeitar; German: verwerfen, ablehnen, zurückweisen; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐌺𐌿𐌽𐌽𐌰𐌽, 𐌱𐌹𐍅𐌰𐌽𐌳𐌾𐌰𐌽; Greek: απορρίπτω; Ancient Greek: ἀθετέω, ἀναίνομαι, ἀπαξιόω, ἀποδοκιμάζω, ἀποκοντόω, ἀποποιέω, ἀπορράσσω, ἀποτρίβω, ἀπωθέω, ἐκτοξεύω, παρεκβάλλω; Hungarian: visszautasít, elvet, elutasít, visszadob; Icelandic: hafna; Indonesian: menolak; Ingrian: hylätä; Irish: eitigh; Italian: respingere, rifiutare; Japanese: 拒絶する; Khmer: ច្រានចោល; Korean: 거절하다; Latin: nego, sperno; Lithuanian: atmesti; Maori: ākiri, hape, whakahoe, hoehoe; Norwegian: avslå, avvise; Old English: āweorpan; Polish: odrzucać, odrzucić; Portuguese: rejeitar; Romanian: respinge, refuza; Russian: отвергать, отвергнуть, отметать, отмести; Sanskrit: स्फुरति; Scottish Gaelic: rach an aghaidh, diùlt; Spanish: rechazar, desestimar, inadmitir; Swedish: avslå, avvisa, avfärda, rata; Telugu: తిరస్కరించు; Thai: ปฏิเสธ; Turkish: reddetmek; Ukrainian: відкидати, відкинути; Vietnamese: từ chối