ἔγγυος
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ἔγγυον, (ἐγγύη, cf. ἀμφίγυος)
A secured, under good security, μνᾶς.. ἐγγύους ἐπὶ τόκῳδεδανεις μένας Lys.32.15 (but v. ἔγγαιος II).
2 reliable, in Comp., ὅπλα ἐγγυώτερα Them.Or.15.197c (nisi leg. ἐχέγγυος).
II Subst., = ἐγγυητής, ἔγγυον παρέχειν Thgn.286, cf. X.Vect.4.20, Arist.Oec.1350a19, SIG364.41 (Ephesus), 976.13 (Samos), PEleph. 8.19, Ep.Hebr.7.22, etc.; ἔγγυος τῆς προξενίας = giving security for... IG9(2).4 (Hypata), etc.: fem. in Aeschin.Ep.11.12, BGU1051.10 (i B.C./ i A.D.).
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): -υιος PSI 910.19 (I d.C.), PYadin 21.17 (II d.C.), Stud.Pal.20.139.7 (VI d.C.)
I de pers. y dioses, siempre subst. ὁ, ἡ ἔ.
1 sent. general salvaguarda, garante del éxito o cumplimiento de un juramento Ζῆν' ... παρέχειν ... ἔγγυον Thgn.286, ἕως δ' ἂν ... τὴν Ἀθηνᾶν ἔγγυον διδῶσι τοῦ πολέμου Aeschin.Ep.11.12, κρείττονος διαθήκης γέγονεν ἔ. Ἰησοῦς Ep.Hebr.7.22.
2 econ. fiador o garante en diversas actividades λαμβάνειν ἐγγύους παρὰ τῶν μισθουμένων X.Vect.4.20, διὰ τὸ δεῖν ταλαντιαίους καθιστάναι τοὺς ἐγγύους τῶν εἴκοσι ταλάντων por ser necesario presentar fiadores por un talento de los veinte totales Arist.Oec.1350a19, δοκιμαζέτωσαν ... τὰ ὑποθήματα καὶ τοὺς ἐγγύους IG 12(6).172A.13 (Samos II a.C.), ὄντες ἀλλήλων ἔγγυοι εἰς ἔκτεισιν SB 10222.15 (I d.C.), ὑποθεὶς ἑαυτὸν ἔγγυον τριάκοντα καὶ ὀκτακοσίων ταλάντων Plu.Crass.7, cf. IEphesos 4A.41, 42 (III a.C.), PSI l.c., 1036.22, PYadin l.c. (ambos II d.C.)
•tb. en otros asuntos legales ἔγγυοι τᾶς προξενίας κατὰ τὸν νόμον οἱ Αἰνιάρχαι IG 9(2).5b.14 (Hípata II a.C.), cf. IG 9(2).9.9
•en un contrato de matrimonio BGU 1051.10 (I a.C./I d.C.)
•para obtener la libertad de un preso, PTeb.777.7 (II a.C.).
II de cosas seguro τὰ τῆς ἀρετῆς ὅπλα ... ἐγγυώτερα Them.Or.15.197c, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 702] 1) Bürgschaft leistend; ὁ ἔγγυος, der Bürge, nach Moeris attisch für ἐγγυητής, was falsch ist; denn ἔγγυος findet sich nur Xen. Vect. 4, 20 Arist. Oec. 2, 22 u. Sp., wie Pol. 5, 27, 1; Ἀθηνᾶ ἔγγυος Aesch. ep. 11, 12. – 2) verbürgt, VLL. ἀσφαλής; Lys. 32, 15. – Comparat., neben ἐπικρατέστερος, Themist. or. 15 p. 197 c.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui sert de caution, répondant, garant;
2 garanti sur caution, assuré.
Étymologie: ἐγγύη.
Russian (Dvoretsky)
ἔγγυος:
1 ручающийся, дающий ручательство Xen., Aeschin., Arst., Polyb.;
2 служащий порукой (ἑκατὸν μναῖ Lys. - v.l. ἔγγειος).
Greek (Liddell-Scott)
ἔγγυος: -ον, (ἐγγύη, ἀλλ’ ἴδε ἐν λ. ἀμφίγυος)· ἐξησφαλισμένος, ἠγγυημένος, ὑπὸ ἐγγύησιν ἀξιόχρεων, μνᾶς … ἐγγύους ἐπὶ τόκω δεδανεισμένας Λυσ. 902. 3. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. = ἐγγυητής, Ξεν. Πόροι 4. 20, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 23· ἔγγυον παρέχειν τινὸς Θέογν. 286· ἔγγ. τῆς προξενίας, ἐγγύησιν διὰ... Συλλογ. Ἐπιγρ. 1771. 3: - ὡσαύτως θηλ. ἔγγυος ἐν Αἰσχίν. Ἐπιστ. 11. Πρβλ. ταλαντιαῖος.
English (Strong)
from ἐν and guion (a limb); pledged (as if articulated by a member), i.e. a bondsman: surety.
English (Thayer)
ἐγγύου, ὁ, ἡ, a surety, (Cicero and Vulg. sponsor): κρείττονος διαθήκης ἔγγυος, he by whom we get full assurance of the more excellent covenant made by God with us, and of the truth and stability of the promises connected with it, Xenophon, vect. 4,20; Aeschines Epistles 11,12, p. 128a.; Aristotle, oec. 2,22 (vol. ii., p. 1350{a}, 19), Polybius, Diodorus, others.)
Greek Monolingual
ἔγγυος, -ον (Α)
1. εγγυημένος, εξασφαλισμένος
2. ασφαλής
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἔγγυος
ο εγγυητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το έγγυος ως επίθ. «εγγυημένος» προήλθε ίσως κατ' απόσπαση από μεταγενέστερα σύνθετα, εκτός αν θεωρηθεί και αυτό (όπως και το ουσ. έγγυος «εγγυητής») μεταρρηματικό παράγωγο του εγγυώ (βλ. εγγυώμαι)].
Greek Monotonic
ἔγγυος: -ον (ἐγγύη), αυτός που δίνει, παρέχει εγγύηση, σε Θέογν., Ξεν.
Middle Liddell
ἐγγύη
giving security, Theogn., Xen.
Chinese
原文音譯:œgguoj 恩句哦士
詞類次數:形,名(1)
原文字根:(以身體作)保證人
字義溯源:保證人,抵押,中保;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入,用)與(γρηγορέω)X*=肢體)組成。主耶穌是那更美之約的中保,亦即保證人,保證那約的一切應許必定應驗
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編:
1) 中保(1) 來7:22