ὑπέραυχος
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
English (LSJ)
ὑπέραυχον, over-boastful, over-proud, πληγὰς τῶν ὑπεραύχων S.Ant.1351 (anap.), cf. X.Ages.11.11; ὑπέραυχα βάζειν A.Th.483 (lyr.); τὰ ὑ. D.H.8.50; τὸ ὑ. Ph.1.458.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
extrêmement vain ou orgueilleux.
Étymologie: ὑπέρ, αὐχή.
German (Pape)
[Seite 1191] übermäßig großprahlerisch od. übermäßig stolz; ὑπέραυχα βάζουσιν ἐπὶ πόλει, Aesch. Spt. 465; Xen. Ages. 11, 11; vom Löwen, Poll. 5, 83; vgl. B. A. 68, 16.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέραυχος: страшно надменный, высокомерный Soph., Xen.: ὑπέραυχα βάζειν ἐπί τινι Aesch. нагло говорить с кем-л.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέραυχος: -ον, (αὐχὴ) ὁ ὑπὲρ τὸ δέον αὐχῶν, ὁ λίαν ὑπερήφανος, πληγὰς τῶν ὑπεραύχων Σοφ. Ἀντ. 1351, πρβλ. Ξεν. Ἀγησ. 11, 11· ὑπέραυχα βάζειν Αἰσχύλ. Θήβ. 483· τὰ ὑπ. Διον. Ἁλ. 8. 50.
Greek Monolingual
-ον, Α ὑπεραυχῶ
1. υπέρμετρα αλαζονικός, ανυπόφορα καυχησιάρης («μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες», Σοφ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπέραυχον
η υπέρμετρη αλαζονεία
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑπέραυχα
οι υπέρμετρα αλαζονικοί λόγοι.
Greek Monotonic
ὑπέραυχος: -ον (αὐχή), κομπορρήμων, υπερβολικά αλαζόνας, σε Σοφ., Ξεν.· ὑπέραυχα βάζειν, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ὑπέρ-αυχος, ον, αὐχή
over-boastful, overproud, Soph., Xen.; ὑπέραυχα βάζειν Aesch.
Translations
boastful
Azerbaijani: lovğa; Bulgarian: самохвален; Catalan: vanagloriós; Chinese Mandarin: 自誇的, 自夸的; Finnish: leuhka, öykkärimäinen; French: vantard, fanfaron; Galician: fantoche, vaidoso; German: prahlerisch, stolz; Ancient Greek: ἀλαζονίας, ἀλαζονικός, ἀλαζών, αὐχαλέος, αὐχήεις, αὐχηματίας, αὐχητής, γαύρηξ, γλωσσοκηλόκομπος, Θράσων, καυχηματίας, καυχηματικός, καυχήμων, καυχητής, κομπαστής, κομπαστικός, κομπολακύθης, κομπός, κομπῶδες, κομπώδης, μεγάλαυχος, μεγαλήγορος, μεγαλόφρων, μεγαυχής, περιαυτολογικός, στόμαργος, ὑπέραυχος, ὑπερήφανος, ὑπέρφρων, ὑψαγόρας, ὑψήγορος, ὑψηλόφρων, ὑψίκομπος, φίλαυχος; Hungarian: dicsekvő, hencegő, kérkedő; Irish: mórfhoclach; Japanese: 自慢する, 自慢に満ちた; Latin: iactans; Latvian: lielīgs; Macedonian: фалбаџиски; Maori: pākiwaha; Mongolian: бардам; Plautdietsch: grootfrätich, puchsch; Portuguese: orgulhoso; Russian: хвастливый, гордый; Scottish Gaelic: bragail; Serbo-Croatian Cyrillic: хвалисав, самохвалисав; Roman: hvalisav, samohvalisav; Spanish: jactancioso, fachendoso; Swedish: skrytsam; Tagalog: hambog, mahangin, pasikat; Yakut: бардам