εξηγώ

Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ξηγώ, -άω (AM ἐξηγῶ, -έω, Α και ἐξηγοῡμαι, -έομαι)
1. ερμηνεύω, διασαφώ («τούτων οἱ πολλοὶ ἐξηγούμενοι τὸν ποιητήν», Πλάτ.)
2. μεταφράζω
νεοελλ.
1. εκθέτω τα αίτια ενός γεγονότος ή φαινομένου («ἐξηγῶ τὴν ἔκλειψη τοῡ Ηλίου»)
2. μέσ. δίνω εξηγήσεις για να αποφευχθούν παρεξηγήσεις (εξηγήθηκα με τον συνεταίρο μου»)
3. ζητώ συγγνώμη
μσν.
1. μνημονεύω, αναφέρω
2. ορίζω, καθορίζω
αρχ.-μσν.
περιγράφω, διηγούμαι με λεπτομέρειες («τοιαῡτ' ἐμοῡ λόγοισιν ἐξηγουμένου», Αισχύλ.)
αρχ.
1. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι («τῶν δ' ἐξηγείσθω», Ομ. Ιλ.)
2. κατέχω κάτι, έχω στην κυριαρχία μου («εξηγοῡμαι τοῡ θρόνου»)
3. κυβερνώ, διοικώ
4. προηγούμαι, προπορεύομαι
5. δείχνω τον δρόμο, καθοδηγώ («ἅ δ' ἑκάτεροι ἐξηγεῑσθε τοῑς συμμάχοις», Θουκ.)
6. οδηγώ στράτευμα ως αρχηγός
7. υπαγορεύω σε κάποιον επίσημο κείμενο («αὐτὸς ἐξηγεῑτο τὸν νόμον [τοῡτον] τῷ κήρυκι», Δημοσθ.)
8. διατάζω («ποιἡσουσι τοῡτο, τὸ ἄν ἐκεῑνος ἐξηγέηται», Ηρόδ.)
9. (για μάντη) υποδεικνύω, συμβουλεύω («ὁ μάντις ἐξηγεῑτό σοι μητροκτονεῑν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + -ηγώ, μόνο εν συνθέσει < ηγούμαι].