ὀκλάζω
English (LSJ)
fut.
A -άσω Ph.(v. infr. 2) : aor. ὤκλασα S.OC196(lyr.), Plu. 2.320d :—Med., Ep. aor. opt. ὀκλάσσαιντο Euph.17 :—crouch down with bent hams, squat (in Hom. only μετοκλάζω), of a Persian dance, ὤκλαζε καὶ ἐξανίστατο X.An.6.1.10 (cf. ὄκλασμα) ; διπλοῦς ὀκλάζων S. Ichn.90 ; ἐς γόνυ ὀκλάσας δέχεται τῇ σαρίσσῃ τὴν ἐπέλασιν, of a soldier waiting an attack, Luc.DMort.27.4, cf. Philops.18 ; sink down, of a weary traveller, S. l.c. ; of oxen, Mosch.2.99 ; of horses that crouch down to let their rider mount, Plu.2.139b (but of horses that stumble and throw their rider, Procop. Vand.2.21, al.) ; of the wolf crouching down to let the Twins suck, Plu.2.320d ; θρόνος . . ὀκλάζων folding-seat, D.Chr.1.78 : c. acc., ὀ. τὰ ὀπίσθια, τοὺς προσθίους, bend their hind- or fore-legs, X.Eq.11.3, Ael.NA7.4 :—Med., Euph. l.c. 2 metaph., sink, slacken, abate, ἀπειρίᾳ σοφιστικῶν παλαισμάτων ὀκλάσομεν Ph.1.199 ; τόνος ὀκλάζων Gal.11.172 ; ποδῶν δέ οἱ ὤκλασεν ὁρμή Musae.325 ; of the wind, τῆς φορᾶς Hld.5.23, cf. Adam.Vent.37 ; ὤκλαζε αὐτοῖς ὁ θυμός ib.7 ; κραδίης ὤκλασεν ὄγκος AP5.250 (Iren.). II trans., abate, ὀκλάσας τὸν πόθον Hld.1.26.
German (Pape)
[Seite 315] (ob von κλάω, knicken? nach Ruhnk. ep. crit. 244 von ὄκος, ὄκω, und verwandt mit ἄγκος, ἀγκύλος; es ist wohl ein eigener Stamm, mit unserm »hocken« zusammenhangend), mit gebogenen Knieen sich auf die Fersen niederlassen, hinhocken, hinkauern; λέχριός γ' ἐπ' ἄκρου λάου βραχὺς ὀκλάσας, Soph. O. C. 197; καὶ ὤκλαζε καὶ ἐξανίστατο, Xen. An. 5, 9, 10, in einem persichen Tanze (vgl. Heliod. 4, 17, wonach es eine Art Kosak od. Mazurek war); c. acc., zusammenlegen, krümmen, τὰ ὀπίσθια, Hipp. 11, 3; τοὺς προσθίους, Ael. H. A. 7, 4; Luc. verbindet ἐς γόνυ ὀκλάσας, Mort. D. 27, 4, ὀκλάζων τῷ ἑτέρῳ, Philops. 18; οἱ τοῖς ἵπποις ἐφάλλεσθαι μὴ δυνάμενοι αὐτοὺς ἐκείνους ὀκλάζειν καὶ ὑποπίπ τειν διδάσκουσιν, Plut. conjug. praec. p. 413; – sich auf die Kniee niederlassen, wie Mosch. 2, 99 vom Stier. – Uebertr., οὐ σῆς κραδίης ὑψαύχενος ὤκλασεν ὄγκος, legte sich, Iren. 3 (V, 251). – Auch = müde werden, ποδῶν δέ οἱ ὤκλασεν ὁρμ ή, Mus. 325; vgl. Hesych. ὤκλασαν ἐπ ὶ τῶν ἀπειρηκότων ἐν παντὶ πράγματι; – aus Erschöpfung nachlassen, erschlaffen, einzeln bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀκλάζω: μέλλ. -σω: ἀόρ. ὤκλασα Σοφ. Ο. Κ. 196, Πλούτ., κλ. - Μέσ., Ἐπικ. ἀόρ. εὐκτ. ὀκλάσαιντο Εὐφορ. 11. Κλίνω τὰ γόνατα, γονατίζω, ἢ κάθημαι εἰς τὰ γόνατα ὡς ἐν τῷ ἀποπατεῖν (ἐν χρήσει παρ’ Ὁμήρῳ μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ μετοκλάζω): ἐπὶ Περσικῆς τινος ὀρχήσεως, ὤκλαζε καὶ ἐξανίστατο Ξεν. Ἀν. 6. 1. 10 (πρβλ. ὄκλασμα). ἐς γόνυ ὀκλάσας δέχεται τῇ σαρίσσῃ τὴν ἐπέλασιν, ἐπὶ στρατιώτου ἀναμένοντος ἐπίθεσιν, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 27. 4, πρβλ. Φιλοψ. 18· ἐπὶ κεκμηκότος ὁδοιπόρου, λέχριος ἐπ’ ἄκρου λᾶος βραχὺς ὀκλάσας Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ βοῶν, Μοσχ. 2. 99, πρβλ. Valck. εἰς Εὐρ. Φοιν. 642· ἐπὶ ἵππων, οἵτινες γονατίζουσιν ὅπως ἱππεύσῃ ὁ ἀναβάτης, Πλούτ. 2. 139Β· ἐπὶ τῆς λυκαίνης ἥτις ἐγονάτισεν ὅπως θηλάσῃ τὰ δίδυμα βρέφη Ρωμύλον καὶ Ρῶμον, αὐτόθι 320D· - μετ’ αἰτ., ἐπὶ ἵππου, ὀκλάζει μὲν τὰ ὀπίσθια ἐν τοῖς ἀστραγάλοις, αἴρει δὲ τὸ πρόσθεν σῶμα Ξεν. Ἱππ. 11, 3, Αἰλ. π. Ζ. 7. 4· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Εὐφορ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) μεταφορ., ὡς τὸ Λατ. desidere, καταπίπτω, χαλαροῦμαι, κοπάζω, πραΰνομαι, Μουσαῖ. 325, Ἀνθ. Π. 5. 251· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου, τῆς φορᾶς Ἡλιόδ. 5. 23· ὤκλαζεν αὐτοῖς ὁ θυμὸς ὁ αὐτ. 5. 7. ΙΙ. μεταβ., περιορίζω, ἐλαττώνω, ὀκλάσας τὸν πόθον ὁ αὐτ. 1. 26.
French (Bailly abrégé)
I. intr. s’asseoir sur les talons, s’accroupir, d’où
1 en gén. se ramasser, se replier;
2 s’affaisser ou s’incliner pour se reposer;
II. tr. fléchir, ployer, plier : τὰ ὀπίσθια XÉN, τοὺς προσθίους ÉL les jambes de derrière, les jambes de devant.
Étymologie: ὀκλάξ.
Greek Monolingual
(Α ὀκλάζω)
1. κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη, κάθομαι σε μαζεμένη στάση με λυγισμένα τα γόνατα και με το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών
2. (ιδίως για ζώο, όπως άλογο ή βόδι) πέφτω στα γόνατα και στηρίζω το βάρος του σώματός μου σε αυτά, γονατίζω («οἱ τοῑς ἵπποις ἐφάλλεσθαι μὴ δυνάμενοι, αὐτοὺς ἐκείνους ὀκλάζειν καὶ ὑποπίπτειν διδάσκουσι», Πλούτ.)
νεοελλ.
κάθομαι οκλαδόν
αρχ.
1. (για ταξιδιώτη) εξασθενώ από την κούραση, σωριάζομαι
2. κάμπτω, λυγίζω κάτι («ὀκλάζει μὲν τὰ ὀπίσθια ἐν τοῑς ἀστραγάλοις, αἴρει δὲ τὸ πρόσθεν σῶμα», Ξεν.)
3. (για άνεμο ή για ψυχικές καταστάσεις) χαλαρώνω, ηρεμώ, καταπραΰνομαι («ὤκλαζε αὐτοῑς ὁ θυμός», Ηλιόδ.)
4. ελαττώνω, περιορίζω κάτι («ὀκλάσας τὸν πόθον», Ηλιόδ.)
5. φρ. «θρόνος ὀκλάζων» — ο οκλαδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀκλάζω, κατά μία άποψη, προέρχεται από ένα αμάρτυρο ρ. ὀκλάω (πρβλ. δαμάζω: δαμάω), συνθ. με α' συνθετικό το προθεματικό μόριο ὀ-(ΙΙ) «μαζί» και β' συνθετικό το ρ. κλάω «σπάζω». Ωστόσο, κατ' άλλη άποψη, πρωτόθετη λ. της οικογένειας θα πρέπει να θεωρηθεί κάποιος ονοματικός τ.: ὀκλάς, -άδος, ὀκλαδία, ὀκλαδίας (< προθεματικό μόριο ὀ-(ΙΙ) + θ. κλαδ-, πρβλ. κλάδος, κλαδί), οπότε το ρ. ὀκλάζω θα αποτελεί παράγωγο τών τύπων αυτών. Η σύνδεση, τέλος, με τους τύπους του Ησύχ. κλωκυδά και ὀκκῦλαι
τὸ ὀκλάσαι καὶ ἐπὶ τῶν πτερνῶν καθῆσθαι προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες].