νόμισμα

Revision as of 20:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A anything sanctioned by current or established usage, custom, Ἑλληνικὸν ν. A.Th.269, cf. E.IT1471; institution, οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν ν. ἔβλαστε S.Ant. 296; θεοὶ ἡμῖν ν. οὐκ ἔστι Ar.Nu.248, with a play on signf. 11 (do not pass current with us).    II esp. current coin, ν. κόψαι or κόψασθαι, coin money, Hdt.3.56, 4.166; τἀρχαῖον ν. Ar.Ra.720; ν. σύμβολον τῆς ἀλλαγῆς ἕνεκα Pl.R.371b, cf. Arist.EN1133b11, Pol.1257a11, D.L.6.20; τάλαντα νομίσματος And.3.8; ν. ἡμεδαποῦ IG12.91.4; τὸ ἐπιχώριον ν. PCair.Zen.21.12 (iii B.C.): pl. νομίσματα pieces of money, coins, Hdn.1.9.7.    III full legal measure, τοῦ χοῶς ἢ τῶν κοτυλῶν τὸ ν. διαλυμαίνεται Ar.Th.348.

German (Pape)

[Seite 261] τό, das durch Gebrauch und Sitte Anerkannte, Eingeführte, die Sitte, Aesch. Spt. 251 (wie Ar. νόμισμα τῶν κοτυλῶν διαλυμαίνεσθαι, das gesetzmäßige, volle Maaß, Thesm. 348); Gesetz, Pers. 844; übh. Staatseinrichtung, οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος, κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε, Soph. Ant. 296; gew. die Münze, das Geld, Ar. Ran. 719. 721; νόμισμα ξύμβολον τῆς ἀλλαγῆς ἕνεκα γενήσεται, Plat. Rep. II, 371 b; πᾶν σμικροῦ νομίσματος ἀποδίδοται, Soph. 234 a; ἀργυροῦν καὶ χρυσοῦν, Legg. IV, 705 b; Xen. Cyr. 4, 6, 12 u. öfter, wie Folgde; χαραχθέν, κίβδηλον, Pol. 10, 27, 13. 33, 9, 3.

Greek (Liddell-Scott)

νόμισμα: τό, (νομίζω) πᾶν ὅ, τι καθιερώθη ἐκ (παλαιᾶς) συνηθείας, τὸ νενομισμένον ἔθος, ἔθιμον, Αἰσχύλ. Θήβ. 269, Πέρσ. 859 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάνν.), Εὐρ. Ι. Τ. 1471· πρᾶγμα οὗ ἡ χρῆσις καθιερώθη, οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν ν. ἔβλαστεν Σοφ. Ἀντ. 296· θεοὶ ἡμῖν ν. οὐκ. ἔστι Ἀριστοφ. Νεφ. 248, μετὰ λογοπαιγνίου ἐπὶ τῆς σημ. ΙΙ («δὲν περνοῦν ἐδῶ», «δὲν ἔχουν πέρασιν»). ΙΙ. τὸ ἰσχῦον ἢ ἐν χρήσει νόμισμα ἐν κράτει τινί, Λατ. numisma, numus, Ἡρόδ. 1. 94., 3. 56· ν. κόπτεσθαι, κόπτειν, ὁ αὐτ. 4. 166· τἀρχαῖον ν. Ἀριστοφ. Βάτρ. 720· ν. ξύμβολον τῆς ἀλλαγῆς ἕνεκα Πλάτ. Πολ. 371Β, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 5, 14, Πολιτικ. 1. 9, 9 κἑξ., Διογ. Λ. 6. 20· τάλαντα... νομίσματος Ἀνδοκ. 24. 28· ν. ἡμεδαποῦ Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 4, κτλ. ΙΙΙ. τὸ πλῆρες νόμιμον μέτρον, τοῦ χοὸς ἢ τῶν κοτυλῶν τὸ ν. διαλυμαίνεται Ἀριστοφ. Θεσμ. 348. ΙV. = νόμος Ἀλκαίου Ἀποσπ. 66.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 coutume, règle;
2 monnaie ayant cours.
Étymologie: νομίζω.

English (Strong)

from νομίζω; what is reckoned as of value (after the Latin numisma), i.e. current coin: money.

English (Thayer)

νομισματος, τό (νομίζω, which see);
1. anything received and sanctioned by usage or law (Tragg., Aristophanes).
2. money (current) coin (cf. our lawful money): Euripides, and Aristophanes down).

Greek Monolingual

το (ΑΜ νόμισμα, Μ και [ὀ]νόμισμαν και νούμισμα) νομίζω
η βασική νομισματική μονάδα κάθε χώρας, το χρήμα που κυκλοφορεί και ισχύει σε μία επικράτεια («λέγεσθαι, Πολυκράτεα ἐπιχώριον νόμισμα κόψαντα πολλὸν μόλυβδον καταχρυσώσαντα δοῡναί σφι», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. κέρμα από μέταλλο το οποίο εκδίδεται από το κράτος, φέρει αναγεγραμμένη την αξία του και χρησιμοποιείται ως μέσο διεξαγωγής αγοραπωλησιών
2. χαρτονόμισμα σε αντικατάσταση κερμάτων
3. φρ. α) «τον πλήρωσα με το ίδιο νόμισμα» — του ανταπέδωσα τα ίσα
β) «η μία πλευρά του νομίσματος» — η μία άποψη ενός ζητήματος
γ) «μετατρεψιμότητα νομίσματος» — η ικανότητα ενός νομίσματος να ανταλλάσσεται με χρυσό ή με νομίσματα άλλων χωρών
αρχ.
1. καθετί το καθιερωμένο από παλιά συνήθεια, έθιμο («καὶ νόμισμ' ἐς ταυτό γε νικᾱν ἰσήρης ὅστις ἂν ψήφους λάβῃ», Ευρ.)
2. πράγμα του οποίου η χρήση καθιερώθηκε, το καθιερωμένο, ο θεσμός («οὐδὲν ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε», Σοφ.)
3. το πλήρες νόμιμο μέτρο («τῶν κοτυλῶν τὸ νόμισμα διαλυμαίνεται», Αριστοφ.)
4. ο νόμος.

Greek Monotonic

νόμισμα: -ατος, τό (νομίζω
I. οτιδήποτε καθιερώνεται από τη μακρά χρήση, συνήθεια, θεσμός, σε Τραγ., Αριστοφ.
II. το ισχύον νόμισμα (χρηματική μονάδα) μιας πολιτείας, σε Ηρόδ.