οἴαξ
English (LSJ)
ᾱκος, Ion. οἴηξ, ηκος, ὁ, prop.
A handle of rudder, tiller (Poll.1.89), πηδαλίων οἴακος ἀφέμενος (cf. πηδάλιον) Pl.Plt.272e : generally, helm, οἴακος εὐθυντῆρος ὑστάτου νεώς A.Supp.717 ; στρέφειν οἴακα E. Hel.1591 : pl., οἰάκων φύλαξ ib.1578 ; οἴακες εὐπρύμνου νεώς Id.IT1357 ; τὸν οἴακα εἴσω ἄγειν ἢ ἔξω Pl.Alc.1.117c. 2 metaph., helm of government, ἐν πρύμνῃ πόλεως οἴ. νωμῶν A.Th.3 ; πραπίδων οἴ. νέμων Id.Ag.802 (anap.) ; χαλινῶν ἔργον οἰάκων θ' ἅμα S.Fr.869, cf. E.Or. 795 ; τὸν οἴ. στρέφει δαίμων ἑκάστῳ Anaxandr.4 ; τύχης οἴ. IG7.3226.5 (Orchom. Boeot.) ; = ὡροσκόπος, Paul.Al.L.2. II in Il.24.269, οἴηκες are prob. rings of the yoke, through which pass the reins for guiding the mules, cf. ἕστωρ.
Greek (Liddell-Scott)
οἴαξ: -ακος, Ἰων. οἴηξ, ηκος, ὁ, κυρίως, ἡ λαβὴ τοῦ πηδαλίου, τὸ «δοιάκι» (Πολυδ. Α΄, 89), οἷον πηδαλίων οἴακος ἀφέμενος (πρβλ. πηδάλιον) Πλάτ. Πολιτικ. 272Ε· καθόλου, τὸ πηδάλιον, οἴακος εὐθυντῆρος ὑστάτου νεὼς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 717· στρέφειν οἴακα Εὐρ. Ἑλ. 1591· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., οἰάκων φύλαξ αὐτόθι 1578· οἴακες εὐπρύμνου νεὼς Ι. Τ. 1357· τὸν οἴακα εἴσω ἄγειν ἢ ἔξω Πλάτ. Ἀλκ. 1. 117C. 2) μεταφ. τὸ πηδάλιον τῆς κυβερνήσεως ἢ διοικήσεως, ἐν πρύμνῃ πόλεως οἴακα νομῶν Αἰσχύλ. Θήβ. 3· πραπίδα οἴακα νέμων Ἀγ. 802· χαλινῶν ἔργον οἰάκων θ’ ἅμα Σοφ. Ἀποσπ. 712, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 795· τὸν οἴακα στρέφει δαίμων ἑκάστῳ Ἀναξανδρ. ἐν «Ἀγχίσῃ» 1· τύχης οἴακι Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 491. 5. ΙΙ. ἐν Ἰλ, Ω. 269, οἴηκες, εἶναι πιθανῶς κρίκοι τινὲς ἐπὶ τοῦ ζυγοῦ ἁμάξης δι’ ὧν ἐνειρόμεναι αἱ ἡνίαι διευθύνουσιν ὡς δι’ οἴακος τοὺς ἵππους ἢ τὰς ἡμιόνους, πρβλ. ἕστωρ.
French (Bailly abrégé)
οἴακος (ὁ) :
1 barre ou timon de gouvernail, p. ext. gouvernail;
2 οἱ οἴακες anneaux du joug où passent les rênes.
Étymologie: *οἴω ; cf. οἴσω.
Greek Monolingual
και οίακας, ο (Α οἴαξ, ιων. τ. οἴηξ)
1. η λαβή του πηδαλίου, μοχλός που χρησιμεύει στη μετακίνηση του πηδαλίου, το δοιάκι («οἷον πηδαλίων οἴακος ἀφέμενος», Πλάτ.)
2. (κατ' επέκτ.) το πηδάλιο, το τιμόνι («οἴακος εὐθυντῆρος ὑστάτου νεώς», Αισχύλ.)
3. μτφ. διακυβέρνηση, διοίκηση, διεύθυνση («ἐν πρύμνῃ πόλεως οἴακα νωμῶν», Αισχύλ.)
νεοελλ.
ανατ. εμβρυϊκός σχηματισμός που κατευθύνει τον όρχη κατά την κάθοδο του στο όσχεο και που κατά την μετεμβρυϊκή ζωή διατηρείται με τη μορφή του οσχεϊκού συνδέσμου
αρχ.
στον πληθ. οἱ οἴηκες
μτφ. κρίκοι πάνω στον ζυγό της άμαξας, μέσα από τους οποίους περνούν τα ηνία που κατευθύνουν τα υποζύγια, όπως ο οίακας κατευθύνει το πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. οἴαξ είναι παράγωγο σε -αξ (< IE -āk-), πρβλ. πόρπᾱξ, τρόπηξ, ενός θέματος σε -ο- η σε -ᾱ- που μαρτυρείται στο φινοουγγρ. δάνειο από τη Βαλτική aisa «υποστήριγμα φορείου» (ΙΕ oisā-, oiso-). Στο ίδιο θέμα ανάγονται πιθ. και τα σλοβεν. oje, ojesa «τιμόνι», αρχ. ινδ. īsa «τιμόνι», αβεστ. aēsa «αλέτρι» και χετιττ. hišša, «τιμόνι». Στην Ελληνική η λ. οἴαξ χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει αποκλειστικά το τιμόνι του πλοίου (πρβλ. και λ. ιστός). Από το υποκορ. οιάκιον του οἴαξ σχηματίστηκε με παρετυμολογική επίδραση του διοικώ και ο τ. δοιάκι].
Greek Monotonic
οἴαξ: -ᾱκος, Ιων. οἴηξ, -ηκος, ὁ,
I. η λαβή του πηδαλίου του πλοίου, τιμόνι, και γενικά, σύστημα ή όργανο διεύθυνσης, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· μεταφ., το τιμόνι της διακυβέρνησης, το πηδάλιο της διοίκησης, σε Αισχύλ.
II. στην Ομήρ. Ιλ., οἱ οἴηκες είναι οι κρίκοι του ζυγού της άμαξας, μέσα από τους οποίους περνούν τα χαλινάρια για την καθοδήγηση των μουλαριών.
Russian (Dvoretsky)
οἴαξ: ᾱκος, ион. οἴηξ, ηκος ὁ
1) рукоять кормового весла (ὄ. πεδαλίων Plat.);
2) кормовое весло, руль (νεώς Aesch.); перен. кормило (πόλεως Plat.): ἄγειν τὸν οἴακα εἴσω ἢ ἔξω Plat. поворачивать кормовое весло к себе или от себя;
3) яремное кольцо (для продевания вожжей): ζυγὸν οἰήκεσσιν ἀρηρός Hom. снабженное кольцами ярмо.