βρίμη

Revision as of 23:18, 2 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ἡ,

   A strength, might, h.Hom. 28.10, A.R.4.1677.    II = ἀπειλή, Hsch.    2 bellowing, roaring, βρίμας ταυρείους ἀφιεὶς χαροποῦ τε λέοντος prob. in Orph.Fr. 79.    III = γυναικεία ἀρρητοποιΐα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 464] ἡ, Zorn (eigtl. vom Schnauben wüthender Thiere), Gewalt, Ap. Rh. 4, 1677; Wucht, wie βρῖθος, H. h. 28, 10, l. d.

Greek (Liddell-Scott)

βρίμη: ἡ, ἰσχύς, ὄγκος, ὡς τὸ βρῑθος. Ὕμν. Ὁμ. 28. 10, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1677· ― ὡσαύτως =ἀπειλὴ (πρβλ. βριμάομαι), Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
force.
Étymologie: R. Βρι, être fort ; v. βρίθω.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Prosodia: [-ῑ-]
1 poder μέγας δ' ἐλελίζετ' Ὄλυμπος δεινὸν ὑπὸ βρίμης γλαυκώπιδος h.Hom.28.10, ὑπόειξε δαμῆναι Μηδείης βρίμῃ πολυφαρμάκου A.R.4.1677.
2 rugido βρίμας ταυρείους ἀφιεὶ<ς> χαροποῦ τε λέοντος Orph.Fr.79.
3 amenaza, increpación Hsch.
4 β.· γυναικεία ἀρρητοποιΐα Hsch.

• Etimología: Puede tener origen expresivo o rel. βρίθω q.u.

Greek Monolingual

βρίμη, η (Α)
1. ισχύς, δύναμη
2. μυκηθμός, βρυχηθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βρίμη ανήκει σε μια ομάδα λέξεων εκφραστικών και σπάνιων και είναι πιθ. ονοματικό παράγωγο σε -μ- του βρι- (πρβλ. βριαρός, βρίθω). Ο προσδιορισμός της ακριβούς σημασίας τέτοιων λέξεων είναι δύσκολος, δεδομένου ότι μαρτυρούνται σπάνια με διάφορες σημασίες «φοβερίζω, απειλώ, επιπλήττω, βρυχώμαι, ορύομαι». Πιθ. η αρχική σημ. ήταν «πιέζω με όλο μου το βάρος», απ' όπου εξελίχθηκε σε «φοβερίζω, απειλώ»].

Greek Monotonic

βρίμη: ἡ, δύναμη, ισχύς, όγκος, σε Ομηρ. Ύμν. (από την ίδια ρίζα με το βριᾰρός).

Russian (Dvoretsky)

βρίμη: (ῑ) ἡ натиск, напор HH.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: ἀπειλή. καὶ γυναικεία ἀρρητοποιΐα H. (supposed to refer to A. R. 4, 1677 Μηδείης βρίμῃ πολυφαρμάκου); doubtful conj. h. Hom. 28, 10 (of Athena); also prob. Orph. Fr. 79 = roaring. Cf. βριμός μέγας, χαλεπός H.;
Derivatives: Βριμώ surname of Hecate and Persephone (A. R.), also Ο᾽βριμώ; βριμώδης (Herm. ap. Stob. [?]). - Verbs: βριμάομαι snort with anger v.t. (Ar. Eq. 855, Phld.) with βρίμημα (H., APl. [?]), more usual ἐμ-βριμάομαι (A.); βριμόομαι id. (X.), βριμαίνεται θυμαίνεται, ὀργίζεται; βριμάζων τῃ̃ τοῦ λέοντος χρώμενος φωνῃ̃; βριμάζει ὀργᾳ̃ εἰς συνουσίαν. Κύπριοι H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Prob. based on βρι- in βριαρός, βρίθω. As the words are rare, their meaning is not quite clear. Cf. Solmsen KZ 42, 207 n.. 2. That the original meaning was 'heavy (heaviness), Wucht' etc. is just etymological soeculation, based on the connection with βαρύς; but see on βρι-. Fur. (index) connects φριμάσσομαι.The connection of the whole group with ὄβριμος (cf. Ο᾽βριμώ) shows Pre-Gr. origin; s. βρί.