ἁπλῶς
English (LSJ)
Adv. of ἁπλοῦς,
A singly, in one way, μένειν ἁ. ἐν τῇ αὑτοῦ μορφῇ Pl.R.381c, etc.; ἁ. λέγεσθαι in one sense, opp. πολλαχῶς, Arist.Top.158b10; ἁ. λεγόμενα, opp. συμπλεκόμενα, Id.Metaph.1014a19, cf. Ph.195b15; opp. κατ' ἀλλήλων λέγεσθαι, without distinction of subject and predicate, Metaph.1041b1; ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁ. παντοδαπῶς δὲ κακοί Poët. ap. EN1106b35, etc. II simply, plainly, ἀλλ' ἁ. φράσον A.Supp.464; ἁ. τι φράζουσ' Id.Ch.121; ἁ. εἰπεῖν Isoc.4.154; λαλεῖν Anaxil.22.23. b openly, frankly, Isoc.3.52, X.HG4.1.37; in good faith, D.18.308, etc.: in bad sense, ἁ. ἔχειν to be a simpleton, Isoc.4.16. c in its natural state, uncooked, of food, Jul.Or.6.192b. 2 simply, absolutely, ἁ. ἀδύνατον Th.3.45; τῶν νεῶν κατέδυ οὐδεμία ἁ. no ship was absolutely sunk (though some were disabled), Id.7.34; ἁ. οὐδὲ ἕν . . συνίημι Philem.123; ὅσ' ἐστὶν ἀγαθὰ . . ἁ. simply all the good things there are, Ar.Ach.873; ἔδωκ' ἐμαυτὸν ὑμῖν ἁ. D. 18.179; ἁ. absolutely, opp. κατά τι (relatively), Arist.Top.115b12; opp. πρός τι, APr.41a5; opp. πρὸς ἡμᾶς, APo.72a3; opp. τινί, Top. 116a21; ἁ. βαρύ, κοῦφον, μαλακόν, etc., Cael.311a17,27, Mete.386b32, al.; τὸ ἁ. καλόν, τὸ ἁ. ἀγαθόν, etc., EN1136b22, 1134b4, al.; opp. ὁτιοῦν (in some particular), Pol.1301a29; strengthd. ἁ. οὕτως Pl. Grg.468c, D.21.99; τὴν ἁ. δίκην absolute, strict justice, opp. τοὐπιεικές and χάρις, S.Fr.770; ἡ τελεία καὶ ἁ. κακία Arist.EN1138a33; τὸ ἁ. the absolute, Dam.Pr.5: Comp. ἁπλούστερον Is.4.2; -τερως Str.6.2.4: Sup. ἁπλούστατα Pl.Lg.921b. 3 in a word, E.Rh.851, X.Cyr.1.6.33, Mem.1.3.2, etc. 4 generally, opp. σαφέστερον, Arist.Pol.1341b39, al.; ὡς ἁ. εἰπεῖν ib. 1285a31, EN1115a8, al.; ἁ. δηλῶσαι Hell.Oxy.11.4; τὸν ἀκριβῶς ἐπιστάμενον λέγειν ἁ. οὐκ ἂν δυνάμενον εἰπεῖν Isoc.4.11, cf. Demetr.Eloc.100,243: in bad sense, loosely, superficially, λίαν ἁ. Arist.Metaph.987a21, GA756b17, al.; οὐχ ἁ. φέρειν not lightly, E.IA899. 5 foolishly, Plu.2.72b.
German (Pape)
[Seite 293] adv. zu ἁπλόος, einfach, schlicht, λέγειν, dem ἀκριβῶς entgegengesetzt, Isocr. 4, 11; vgl. 154; λίαν ἁπλῶς ἔχειν 4, 18; ohne Ausnahme, schlechthin, unbedingt; ἁπλῶς οὕτως, oft bei Plat., z. B. Prot. 351 d; οὕτως ἁπλῶς Rep. 551 a; ὁ τὸν νόμον τιθεὶς ἁπλῶς εἶπε Dem. 19, 7, Ggstz οὐ διώρισε; bestimmt, καὶ ἀτεχνῶς Plat Phaed. 100 d; – Pol. u. Sp. ἁπλῶς οὐ, durchaus nicht, 1, 4, 43.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπλῶς: ἐπίρρ. τοῦ ἁπλοῦς Λατ. simpliciter, κατὰ ἕνα μόνον τρόπον, Πλάτ. Πολ. 381C, κτλ.· ἁπλῶς λέγεσθαι, κατὰ μίαν ἔννοιαν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πολλαχῶς, πλεοναχῶς, Ἀριστ. Τοπ. 8. 3, 2· ἐσθλοὶ μὲν γάρ ἁπλῶς, παντοδαπῶς δὲ κακοί Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 6, 14, κτλ. ΙΙ. ἁπλῶς, ἀφελῶς, ἄνευ περιστροφῶν, φανερῶς, «καθαρά», ἀλλ’ ἁπλῶς φράσον Αἰσχύλ. Ἱκ. 464· ἁπλῶς τι φράζουσ’ (πρβλ. ἁπλωστὶ) ὁ αὐτ. Χο. 121· ἁπλῶς εἰπεῖν Ἰσοκρ. 72Ε· λαλεῖν Ἀναξίλας ἐν «Νεοττίδι» 1. 23· ἁπλῶς καὶ ἀσκέπτως λέγειν Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 3. 6, 2. β) φανερῶς, ἐλευθέρως, μετὰ παρρησίας, Ἰσοκρ. 37D, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1. 37· καλῇ τῇ πίστει, Δημ. 328. 3, κτλ.: - ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἁπλῶς ἔχειν, ἠλίθιον εἶναι, Ἰσοκρ. 44Α· πρβλ. ἁπλόος ΙΙ. γ. 2) ἁπλῶς, ἀπολύτως ἄνευ ἐξαιρέσεως, ἁπλῶς ἀδύνατον Θουκ. 3. 45· τῶν νεῶν κατέδυ οὐδεμία ἁπλῶς, ἀπολύτως οὐδεμία, ὁ αὐτ. 7. 34· ἁπλῶς οὐδέ ἕν…, συνίημι Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 40 β· ὅσ’ ἐστὶν ἀγαθὰ Βοιωτοῖς ἁπλῶς, πάντα ἀνεξαιρέτως τὰ ἀγαθὰ ὅσα ἔχουσιν οἱ Βοιωτοί, Ἀριστοφ. Ἀχ. 873· ἔδωκ’ ἐμαυτὸν ὑμῖν ἁπλῶς Δημ. 288. 12. ἁπλῶς ἠτίμωται Δημ. 547 (πρβλ. καθάπαξ)· ἁπλῶς, ἀπολύτως, ἀντιθέτως πρὸς τὸ κατὰ τι (σχετικῶς), Ἀριστ. Τοπ. 2. 11, 4, προσέτι, ἁπλῶς βαρύ, κοῦφον, μαλακόν, κτλ., ὁ αὐτ. Οὐρ. 1. 4, 1, Μετεωρ. 4. 9, 20 κ. ἀλλ.· τὸ ἁπλῶς καλόν, τὸ ἁπ. άγαθόν, κτλ., ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 9, 9, κ. ἀλλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὁτιοῦν (κατὰ τι ἱδιαιτέρως), ὁ αὐτ. Πολιτικ. 5. 1, 3· ὡσαύτως ἐπιτεταμένον, ἁπλῶς οὔτως Πλάτ. Γοργ. 468Β· τὴν ἁπλῶς δίκην, ἀπόλυτον, αὐστηρὰν δικαιοσύνην, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ τοὐπιεικές καὶ τὸ χάρις, Σοφ. Ἀποσπ. 709· ἡ τελεία καὶ ἁπλῶς κακία Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 11, 7: - συγκρ. ἁπλούστερον Ἰσαῖος 46. 32· -τέρως Στράβ. 255· ὑπερθ. ἁπλούστατα Πλάτ. Νόμ. 921Β. 3) ἐν συνόλῳ, συνελόντι εἰπεῖν, Λατ. denigne, Εὐρ. Ρῆσ. 851, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 33, Ἀπομν. 1. 3, 2, κτλ. 4) ἐν γένει, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ σαφῶς, ἀκριβῶς, ὡρισμένως, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 3, κ. ἀλλ. ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν αὐτόθι 3. 14, 8, Ἠθ. Ν. 3. 6, 2 κ. ἀλλ.: - ἐπὶ κακῆς σημασ. ἐπιπολαίως, χαλαρῶς, Ἰσοκρ. 43Β, Ἀριστ. Μεταφ. 1. 5, 16, κ. ἀλλ.· οὐχ ἁπλ. φέρειν, οὐχὶ ἐλαφρῶς, Εὐρ. Ι. Α. 899· ἁπλῶς καὶ ὡς ἔτυχε Μάξιμ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 342D.
French (Bailly abrégé)
adv.
I. simplement;
II. fig. 1 tout uniment, tout bonnement;
2 sans détours, franchement ; en mauv. part naïvement;
3 en un mot : ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν ISOCR pour tout dire en un mot;
4 sans recherche, sans art ; en mauv. part superficiellement;
Cp. ἁπλουστέρως ou ἁπλούστερον, Sp. ἁπλούστατα.
Étymologie: ἁπλόος.
Spanish (DGE)
v. ἁπλόος B.
English (Strong)
adverb from ἁπλοῦς (in the objective sense of ἁπλότης); bountifully; --liberally.
English (Thayer)
adverb (from Aeschylus down), simply, openly, frankly, sincerely: James 1:5 (led solely by his desire to bless).
Greek Monolingual
και απλά (AM ἁπλῶς) επίρρ.
απλά, φυσικά, απονήρευτα
αρχ.
1. κατά ένα και μόνο τρόπο
2. αφελώς, χωρίς επιτήδευση, ειλικρινά, καθαρά
3. απόλυτα, ανεξαίρετα.
Greek Monotonic
ἁπλῶς: επίρρ. του ἁπλοῦς, Λατ. simpliciter.
I. μόνον, με έναν και μοναδικό τρόπο, σε Πλάτ.
II. 1. απλώς, σαφώς, ευκρινώς, ειλικρινώς, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. απλώς, εντελώς, ἁπλῶς ἀδύνατον, σε Θουκ.· οὐδεμία ἁπλῶς, απολύτως καμία, στον ίδ.· ὅσ' ἐστὶν ἀγαθὰ ἁπλῶς, όλα όσα υπάρχουν ανεξαιρέτως, σε Αριστοφ.
3. με μια λέξη, με συντομία, συνοπτικά, Λατ. donique, σε Ευρ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἁπλῶς:
1) просто Plat., Arst.;
2) прямо, напрямик, без обиняков Xen., Dem., Polyb.;
3) простодушно, наивно Isocr.;
4) без прикрас, без затей, безыскусственно (λέγειν Isocr.);
5) вскользь, поверхностно (λίαν ἁ. πραγματεύειν Arst.);
6) вообще: τὸ ἁ. ἀγαθόν Arst. благо вообще.
Middle Liddell
Adv. of ἁπλοῦς, Lat. simpliciter
I. singly, in one way, Plat.
II. simply, plainly, openly, frankly, Aesch., etc.
2. simply, absolutely, ἁπλῶς ἀδύνατον Thuc.; οὐδεμία ἁπλῶς none at all, Thuc.; ὅσ' ἐστιν ἁπλῶς simply all there are, Ar.
3. in a word, Lat. denique, Eur., Xen.