ἀπάλαμνος

Revision as of 14:24, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

English (LSJ)

[πᾰ], ον, poet. for ἀπάλαμος (cf. παλαμναῖος from παλάμη, νώνυμνος from νώνυμος), properly,    A without hands, i.e. helpless, ἀνὴρ ἀ. Il.5.597, cf. Simon.53; also οὐκ ἀ. λόγος Alc.49. Adv. -νως AB418.    II in Lyr. and Eleg., reckless, lawless, ἀ. φρένες Pi.O.2.57; of acts, ἔρδειν ἔργ' ἀ. Sol.28.12; ἀπάλαμνα μυθεῖσθαι Thgn.481; ἀνελέσθαι Id.281; ἀ. τι παθεῖν E.Cyc.598.

German (Pape)

[Seite 276] p. für ἀπάλαμος, 1) ἀνήρ Il. 5, 597, ein Mann, der sich nicht zu helfen weiß; dah. träg, unthätig, Simon. bei Plat. Prot. 346 c. – 2) wogegen nichts anzufangen, dah. schändlich, verrucht, φρένες Pind. Ol. 2, 63; ἀπάλαμνόν τι πάσχειν Eur. Cycl. 598; dem καλόν entggstzt, unanständig, Theogn. 281. Aber λόγος οὐκ ἀπάλαμνος Alcaeus bei Schol. Pind. I. 2, 17, οὐδ' ἔργ' ἀπ. θέλει Solon. frg. 14, 12, μυθεῖται ἀπάλαμνα Theogn. 487, nicht ausführbar.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπάλαμνος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ἀπάλαμος (πρβλ. παλαμναῖος ἐκ τοῦ παλάμη, νώνυμνος ἐκ τοῦ νώνυμος): ‒ κυρίως ἄνευ χειρῶν, ὅ ἐ. ἀνίκανος, πρὸς οὐδὲν χρήσιμος, ἄχρηστος, «μηδὲν μηχανᾶσθαι δυνάμενος» (Σχόλ.)· ὥς δ᾿ ὅτ᾿ ἀνὴρ ἀπάλαμνος κτλ. Ἰλ. Ε. 597, πρβλ. Σιμων. 8. 11: ‒ Ἐπίρρ. -νως Α. Β. 418. ‒ Ὁ Θεόδ. Πρόδρ. ἔχει ὑπερθ. -έστατος, ὡς εἰ ἐκ τύπου ἀπαλαμνής. 2) ἐν λυρ. καὶ ἐλεγ. ποιηταῖς, ἀμήχανος, θρασύς, παράβολος, ἀνόσιος, ὑβριστικός, ἐπὶ προσώπων, Πινδ. Ο. 2. 105· ἐπὶ πράξεων, ἔρδειν ἔργ᾿ ἀπ. Σόλων 14· ἀπάλαμνα μυθεῖσθαι Θέογν. 481· ἀνελέσθαι ὁ αὐτ. 281· οὕτως, ἀπ. τι πάσχειν Εὐρ. Κύκλ. 598.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 impuissant, faible litt. sans mains pour se défendre;
2 que l’on ne peut secourir ; mauvais, pervers en parl. de pers. ; en parl. de ch. blâmable, déplorable.
Étymologie: ἀ, παλάμη.

English (Autenrieth)

(παλάμη): without device, Il. 5.597†.

Spanish (DGE)

-ον

• Prosodia: [-ᾰ-]
1 que no tiene manos de donde carente de recursos ἀνήρ Il.5.597, νέος Call.Fr.737, οὐκ ἀ. ... λόγος máxima no indefendible, no sin sentido Alc.360.2, cf. Sapph.213Ag.41, Antipho Soph.B 85.
2 que no tiene ley, criminal de pers. μηδ' ἄγαν ἀ. Simon.37.34
φρένες Pi.O.2.57, ἔρδειν ... ἔργ' ἀ. Sol.19.12, ἀπάλαμνα μυθεῖσθαι Thgn.481, ἀ. ἀνελέσθαι Thgn.281, τι ... παθεῖν ἀ. sufrir una desgracia E.Cyc.598.

Greek Monolingual

ἀπάλαμνος κ. ἀπάλαμος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει χέρια, ο αδέξιος
2. απρόσεκτος, απερίσκεπτος
3. (για πράξεις και λόγους) παράνομος, ανόσιος, υβριστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + (ουδ.) παλάμα. Τύποι όπως ο απάλαμνος προϋποθέτουν ένα ουδ. πάλαμα παράλληλα προς το θηλυκό παλάμη (πρβλ. μνήμα: μνήμη, γνώμα: γνώμη, από θ. σε n + (επίθημα) -mno (πρβλ. ατέραμνος)].

Greek Monotonic

ἀπάλαμνος: [πᾰ], -ον, ποιητ. αντί ἀ-πάλαμος·
I. αυτός που δεν έχει χέρια, δηλ. ο ανίκανος, αυτός που δεν είναι ικανός για οτιδήποτε, άχρηστος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αμήχανος, αμελής, έκνομος, ανόσιος, παράνομος, αθέμιτος· ἔρδειν ἔργ' ἀπάλαμνα, σε Σόλωνα· ἀπάλαμνόν τι πάσχειν, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπάλαμνος:
1) досл. безрукий, перен. беспомощный, неумелый (ἀνήρ Hom., Plat.);
2) трудный, неодолимый (ἀπάλαμνόν τι παθεῖν Eur.);
3) негодный, постыдный (φρένες Pind.).

Middle Liddell


I. without hands, helpless, good for naught, Il.
II. impracticable, reckless, lawless, ἔρδειν ἔργ' ἀπάλαμνα Solon.; ἀπάλαμνόν τι πάσχειν Eur.