αμήχανος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμήχανος, -ον)
αυτός που βρίσκεται σε αμηχανία, που δεν ξέρει τί να κάνει
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει μέσα ή πόρους, ανίσχυρος, αδύνατος
2. ανίκανος, ανεπιτήδειος
3. αυτός που δεν παρέχει πόρους και συνεκδοχικά ανώφελος, άχρηστος
4. απραγματοποίητος, ακατόρθωτος
5. (για πράγματα) δύσκολος, αδύνατος
6. ακαταγώνιστος, ακαταμάχητος
κραταιός
7. αυτός που δεν μπορεί να αποτραπεί, μεγάλος, φοβερός
8. (για όνειρα) ανεξήγητος, δυσερμήνευτος
9. απίστευτα μεγάλος, απέραντος
10. (για μεγέθη ή ένταση) ασύλληπτος, αδιανόητος
11. (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τά ἀμήχανα
α) τα ακατόρθωτα, τα αδύνατα
β) ολέθρια, κακά
12. φρ. (απρόσωπα) «ἀμήχανόν εστι», είναι αδύνατο, ακατόρθωτο
«ἀμηχάνως ἔχω», βρίσκομαι σε αμηχανία
«ἀμήχανος συμφορὰ» αμηχανία
13. συχνά στον Πλάτωνα το επίθετο σε σύνδεση με τις αντωνυμίες οἷος, ὅσος και το επίρρ. με το ὡς: «ἀμήχανον ὅσον χρόνον», ακατανόητο μήκος χρόνου
«ἀμηχάνῳ ὅσῳ πλέονι», αυτός, για τον οποίο είναι αδύνατο να πει κανείς περισσότερα
«ἀμήχανόν τι οἷον», τελείως απερίγραπτο
«ἀμηχάνως ὡς εὖ» και «ἀμηχάνως γε ὡς σφόδρα», εντελώς ακατανόητα ή απερίγραπτα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερ. + μηχανή. Σημασιολογικά αξίζει να σημειωθεί ότι στην αρχαία Ελληνική κύρια σημασία της λ. ἀμήχανος ήταν να δηλώνει «τον στερούμενο μηχανής», δηλ. μέσων, πόρων, διεξόδου, λύσεως κ. τ. ό, επομένως κυρίως «τον ανίκανο, ανήμπορο, τον ευρισκόμενο σε δύσκολη θέση» — αντίθετα προς τον εὑμήχανον, «τον ικανό», ή τον πολυ-μήχανον ή και τον βιο-μήχανον (αρχ. σημ. «έξυπνος, ικανός να εξευρίσκει τα προς το ζην»). Οπωσδήποτε ήδη στην Αρχαία η λ. απέκτησε τη μετριαστική σημασία «του ευρισκόμενου σε αμηχανία, σε απορία, σε αδυναμία να αποφασίσει τί πρέπει να κάνει», σημασία που δεν μαρτυρείται στην Αρχαία για το παράγωγο ουσ. ἀμηχανία. Στη ν. Ελληνική συνέβη τελικά ώστε το αφηρημένο ουσιαστικό ἀμηχανία να δηλώνει μια σημασία που δεν φαίνεται να είχε στην Αρχαία, ενώ το επίθετο ἀμήχανος από όλο το φάσμα τών σημασιών που δήλωνε αρχικά περιορίστηκε σε μόνη τη σημασία «του ευρισκόμενου σε αμηχανία».
ΠΑΡ. ἀμηχανία
αρχ.
ἀμηχανῶ.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμηχανοεργός, ἀμηχανοποιοῦμαι].