εξελίσσω

Revision as of 19:50, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Greek Monolingual

ἐξελίσσω, αττ. τ. ἐξελίττω)
με αλλεπάλληλες μεταβολές μετασχηματίζω κάτι («η βιομηχανία εξελίχθηκε ραγδαία»)
νεοελλ.
μετατρέπομαι, αλλάζω («ἐξελίσσεται σὲ λαμπρὸ ἐπιστήμονα»)
αρχ.
1. ξετυλίγω, ανοίγω («ἐξελίξας περιβολὰς σφραγισμάτων», Ευρ.)
2. ερμηνεύω («σὺ δ' ἐξελίσσεις πῶς θεοῦ θεσπίσματα;», Ευρ.)
3. διηγούμαι
4. διαγράφω, χαράζω με γρήγορη κίνησηἔνθα Νηρῄδων χοροί κάλλιστον ἴχνος ἐξελίσσουσι ποδός», Ευρ.)
5. καταδιώκω, κυνηγώ γύρω από κάτι («ὁ δ' έξελίσσων παῑδα κίονος κύκλῳ», Ευρ.)
6. περιστρέφομαι
7. (για τη σελήνη) συμπληρώνω την περιφορά μου
8. (για λαγό) τρέχω κάνοντας ελιγμούς
9. αλλάζω δρόμο («ὁ μὲν ἐξελίξας τὸν δρόμον... ἵεται τοῦ πρόσω», Αρρ.)
10. (για πλοίο) πλέω με ελιγμούς
11. (με αιτ. τοπ.) προχωρώ ή πλέω ακολουθώντας τις φυσικές καμπές του τόπου
12. (ως στρατ. όρος) εκτείνω το μέτωπο του στρατεύματος, μεταβάλλω οποιαδήποτε πλευρά της φάλαγγας σε μέτωπο
13. (για στρατό) εκτελώ στρατιωτικές ασκήσεις
14. προχωρώ παραταγμένος για μάχη εναντίον του εχθρού
15. απαλλάσσω από την απειλή εχθρικού στρατού.