σχέθω

Revision as of 18:05, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")

English (LSJ)

assumed as a collat. form of ἔχω by Gramm. (Hdn.Gr.1.440, EM739.51), but all forms in use may be referred to aor. ἔσχεθον, a poet. lengthd. form of ἔσχον, the accents σχέθειν, σχέθων being errors for σχεθεῖν, σχεθών:—
A hold, πάροιθεν ἀσπίδας . . σχέθον αὐτοῦ Il.14.428, cf. 4.113; ἀσπίδας . . σχέθ' ἀπὸ ἕο 13.163; ἐπ' ἀγκῶνος κεφαλὴν σχέθεν Od.14.494; σχέθον ἔξω νῆα 10.95.
2 have, get, νόον σχέθε τόνδ' ἐνὶ θυμῷ 14.490; Ἄργει τ' ἔσχεθε κῦδος Pi.O.9.88; τόλμαν σχεθεῖν A.Pr.16; ἐν φρεσὶν καρδίαν σχεθών Id.Ch.832 (lyr.) codd.; τεύξει... ὅσων παρ' ἄλλων οὔποτ' ἂν σχέθοις βροτῶν Id.Eu.857, cf. Pi.O.1.71; ἐκ μὲν Ἐριχθονίου . . ἔσχεθε κοῦρον = had a child, S.Fr. 242 (hexam., prob an Epic fragment); ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν τινά Pi. P.4.75.
II hold back, keep away or keep off, στεφάνη δόρυ οἱ σχέθε Il. 11.96, cf. 12.184; ἔσχεθεν ἱεμένους περ Od.16.430; σχέθον ἵππους Il.16.506; ἔσχεθον αὐδήν 19.418; σχεθέτω φόρμιγγα Od.8.537; νύκτα σχέθεν 23.243; αἷμα ἔσχεθον = staunched it, 19.458: c. gen., σχέθε δ' ὄσσε γόοιο 4.758; ὅπως ἂν αὐτὰς ὕβρεως σχέθω Ar.Lys.425, cf. Theoc. 22.96: c. part., ἐρέφοντα σχέθοι = might stop him from wreathing, Pi. I.4(3).54(72): c. inf., οὔτ' ἂν Αἴαντος δόρυ μὴ πάντα πέρσαι . . σχέθοι E.Rh.602.
III abs., οὐδ' ἄρ' ὀχῆες ἐσχεθέτην = nor did the bars hold fast (did not hold), Il.12.461.--Rare in Prose, Aret.CA2.4.

German (Pape)

[Seite 1054] aus dem aor. σχεῖν gebildete poet. Nebenform von ἔχω, haben, gew. in der verstärkten Bdtg halten, fortwährend festhalten, hemmen; oft bei Hom., nur aor. ἔσχεθον, inf. σχεθέειν, Il. 23, 466; ἀσπίδας πάροιθεν σχέθον αὐτοῦ, sie hielten die Schilde vor, zugleich ausdrückend, daß sie lange in dieser Stellung verharren, 14, 428, vgl. 4, 113; ἀπὸ ἕο, 13, 163, u. öfter von Waffen und Rüstungen, das dauernde, unausgesetzte Festhalten und Anhaben derselben bezeichnend, vgl. 11, 96. 12, 184. 13, 608. 16, 506; ἐπ' ἀγκῶνος κεφαλὴν σχέθεν, Od. 14, 494, er hielt den Kopf auf den Ellenbogen gestützt; νόον τόνδε, er faßte den Gedanken und hielt ihn fest, 490; χεῖρ' ἐπὶ κώπῃ, Il. 1, 219; νύκτα μὲν ἐν περάτῃ δολιχὴν σχέθεν, Od. 23, 443; an- u. festhalten, ἱεμένω περ, 4, 284 u. öfter; αἷμα ἐπαοιδῇ, 14, 457; φόρμιγγα σχεθέτω, Od. 8, 537; σχέθε δ' ὄσσε γόοιο, 4, 758, sie hielt ihr fern von den Augen den Kummer; Pind. scheint das praes. gebraucht zu haben, σχέθων νιν ἐπιδέξια χειρός P. 6, 19; ἐν φυλακᾷ σχεθέμεν P. 4, 75; σχέθοι φροντίδα, 10, 62; κῦδος, Ol. 9, 88; bei den Tragg. im aor.: πόλιν ζυγοῖσι δουλείοισι μήποτε σχεθεῖν, Aesch. Spt. 75; ὅσην παρ' ἄλλων οὔποτ' ἂν σχέθοις βροτῶν, Eum. 857; so schreibt Wellauer Ch. 819 σχεθών; vgl. Soph. El. 744; οὔτε σφ' Ἀχιλλέως δόρυ σχέθοι, Eur. Rhes. 602; τίν' ἐπίνοιαν ἔσχεθες, Phoen. 411; ὅπως ἂν αὐτὰς τῆς ὕβρεως ἐγὼ σχέθω, Ar. Lys. 425.

French (Bailly abrégé)

sbj. ao.2 poét. de ἔχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

  • σχέθω [ἔχω] mogelijk nevenvorm van ἔχω, maar alle vormen zijn afleidbaar van ἔσχεθον, nevenvorm them. aor. naast ἔσχον van ἴσχω / ἔχω. krijgen:. ὁ δ’ ἔπειτα νόον σχέθε τόνδ ( ε ) hij vatte vervolgens deze gedachte op Od. 14.490; εὔδοξον Ἱπποδάμειαν σχεθέμεν de beroemde Hippodameia te winnen Pind. O. 1.70; Περσέως τ’ ἐν φρεσὶν... καρδίαν σχεθών met de moed van Perseus in uw borst Aeschl. Ch. 832. met plaatsbep. houden:. ἀλλὰ πάροιθεν ἀσπίδας εὐκύκλους σχέθον αὐτοῦ maar zij hielden hun zuiver ronde schilden voor hem Il. 14.428. vasthouden, tegenhouden:. οὐδὲ στεφάνη δόρυ οἱ σχέθε niet hield zijn helmrand de speer tegen Il. 11.96. doen ophouden:; Δημόδοκος δ’ ἤδη σχεθέτω φόρμιγγα Demodocus moet nu zijn citerspel staken Od. 8.537; met acc. en gen.: σχέθε δ’ ὄσσε γόοιο zij deed haar ogen ophouden met wenen Od. 4.758.

English (Slater)

σχέθω v. ἔχω.

Greek Monolingual

Α
(αμάρτυρος τ. που κατά τους γραμματικούς είναι δ.τ. του ρ. ἔχω)
1. κρατώ κάτι στερεά
2. ἔχω
3. αναχαιτίζω, συγκρατώ, σταματώ
4. αντέχω, βαστώ («μέγα δ' ἀμφὶ πύλαι μύκον, οὐδ' ἄρ' ὀχῆες ἐσχεθέτην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ. ἔσχεθον και αποτελεί επιτεταμένο τ. του αόρ. ἔσχον του ρ. έχω, πρβλ. φλέγω: φλεγέθω)].

Greek Monotonic

σχέθω: υποτίθεται ότι είναι ενεστ. ισοδ. του ἔχω,
I. 1. κρατώ· απαντάται όμως σε τύπους που ανήκουν στον αόρ. βʹ ἔσχεθον, ποιητ. αντί ἔσχον, δηλ. στους τύπους σχέθεν, σχέθον, Επικ. αντί ἔσχεθεν, ἔσχεθον, προστ. σχεθέτω, απαρ. σχεθέμεν, μτχ. σχεθών· κρατώ, σε Όμηρ.
2. απλώς, έχω, σε Πίνδ., Αισχύλ.
II. συγκρατώ, αναχαιτίζω, αποκρούω, απωθώ, σε Όμηρ.· αἷμα ἔσχεθον, σταμάτησαν την αιμορραγία, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

σχέθω: ὑποτιθέμενος, ἰσοδύναμος τύπος τῷ ἔχω, ὡς φλεγέθω τοῦ φλέγω· ἀλλ’ ὁ ἐνεστὼς οὖτος φαίνεται πλάσμα, ἐπειδὴ οὐδεὶς τύπος ὑπάρχει ὃν δὲν δυνάμεθα νὰ ἀναγάγωμεν εἰς τὸν ἀόρ. ἔσχεθον, ὅστις ἐσχηματίσθη κατὰ ποιητικὴν ἐπέκτασιν τοῦ ἔσχον (οἱ γραμμ., ὡς Ἀρκάδ. 155, Ἐτυμολ. Μέγ. 739. 51, καὶ οἱ ἀντιγραφεῖς πιθανῶς ἐπλανήθησαν ἕνεκα πλημμελοῦς τονισμοῦ ― σχέθειν, σχέθων ἀντὶ σχεθεῖν, σχεθών, πρβλ. Elm l. εἰς Εὐρ. Μήδ. 186, 995, Ἡρακλ. 272, Εl endt Λεξ. Σοφ. ἐν λ. εἰκαθεῖν, πρβλ. ἀνασχεθέειν, ἐπι-, κατά-, ὑποσχεθεῖν. Κρατῶ, ἀσπίδας πάροιθεν σχέθον αὐτοῦ Ἰλ. Ξ. 428, πρβλ. Δ, 113 ἀσπίδα... σχέθ’ ἀπὸ ἓο Ν. 163· ἐπ’ ἀγκῶνος κεφαλὴν σχέθεν Ὀδ. Ξ. 494· σχέθον ἔξω νῆα Κ. 95. 2) ἁπλῶς ἔχω, νόον σχέθε τόνδ’ ἐνὶ θυμῷ Ξ. 490· Ἄργει δ’ ἔσχεθε κῦδος Πινδ. Ο. 9. 132· τόλμαν σχεθεῖν Αἰσχύλ. Πρ. 16· ἐν φρεσὶν καρδίαν σχεθὼν ὁ αὐτ. ἐν Χο. 832· ἕδραν..., ὅσην παρ’ ἄλλοις οὔποτ’ ἂν σχέθοις ὁ αὐτ. ἐν Εὐα. 857, πρβλ. Πινδ. Ο. 1. 114· ἐκ μὲν Ἐριχθονίου... ἔσχεθε κοῦρον, ἔσχε τέκνον, Σοφ. Ἀποσπ. 230· ἐν φυλάκᾳ σχεθέμεν τινὰ Πινδ. Π. 4. 134. ΙΙ. κρατῶ ὀπίσω, ἀναχαιτίζω, συγκρατῶ, στεφάνη δόρυ οἱ σχέθε Ἰλ. Λ. 96, πρβλ. Μ. 184· ἔσχεθεν ἱεμένους περ Ὀδ. Π. 430, κλπ.· σχέθον ἵππους Ἰλ. Π. 506· ἔσχεθον αὐδὴν Τ. 418· σχεθέτω φόρμιγγα Ὀδ. Θ. 537· νύκτα σχέθεν Ψ. 243· αἷμα ἔσχεθον, ἐσταμάτησαν, «ἔπαυσαν» (Σχόλ.), Τ. 458· μετὰ γενικ., σχέθε δ’ ὄσσε γόοιο Δ. 758· ὅπως ἂν αὐτοὺς ὕβρεως σχέθω Ἀριστοφάν. Λυσ. 425, πρβλ. Θεόκρ. 22. 96· μετὰ μετοχ., ἐρέφοντα σχέθοι, ὅπως ἐμποδίσῃ αὐτὸν ἀπὸ τοῦ νὰ ἐπιστέψῃ, Πινδ. Ι. 4 (3). 93· μετ’ ἀπαρ., οὔτ’ ἂν Αἴαντος δόρυ μὴ πάντα πέρσαι... σχέθοι Εὐρ. Ρῆσ. 602. ΙΙΙ. ἀπολ., οὐδ’ ἄρ’ ὀχῆες ἐσχεθέτην, δὲν ἐκράτησαν, δὲν «ἐβάσταξαν», Ἰλ. Μ. 461. ― Σπαν. παρὰ πεζογράφοις, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 4.

Middle Liddell