πορθμός
English (LSJ)
ὁ, (πείρω, πόρος) A ferry or place crossed by a ferry, strait, narrow sea, πορθμὸς Ἰθάκης τε Σάμοιό τε Od.4.671; of the straits of Salamis, Hdt.8.76,91; πορθμὸν ἀμείφας Ἕλλας, i.e. the Hellespont, A.Pers.68(lyr.), cf.722,799; πορθμὸς Σαρωνικός Id.Ag.307; ὁ ἐς Ἀΐδα πορθμός the Styx, E.Hec.1106(lyr.); ὁ πορθμὸς ὁ περὶ τὴν Σκύλλαν, i.e. the straits of Messina, Pl.Ep.345e, cf. Arist. Mir.834b3, Vent.973b1: hence prov., πορθμὸς Σικελίας a 'slough of despond', Lib.Ep.221.1. b generally, the sea, Pi.I.4(3).57. 2 any narrow passage, tube, as of the κλεφύδρα 1, Emp.100.10, 17. II crossing by a ferry, passage, S.Tr. 571, E.Hel.532(both pl.); χωρεῖ ὁ π. Macho ap.Ath.8.341c; πορθμὸς χθονός a passage to it, E.Cyc.108; οὐ πᾶσι π. αὑτὸς Ἀργείοισιν ἦν; Id.Hel.127; τηρήσαντες τὸν πορθμόν watching for the opportunity to cross, Th.6.2.
German (Pape)
[Seite 683] ὁ, Ort zur Überfahrt (πείρω, wovon es abzuleiten scheint); daher, weil dazu schmale Stellen gewählt werden, Meerenge, ἐν πορθμῷ Ἰθάκης τε Σάμοιό τε, Od. 4, 671. 15, 29; allgemein sagt Pind. πορθμὸν ἁμερώσαις, vom Herakles, der das Meer sicher gemacht, Pind. I. 3, 75; Ἕλλης, der Hellespont, Aesch. Pers. 69. 708;Σαρωνικός, Ag. 298; Soph. Ant. 1131 u. öfter; Eur. u. in Prosa, Her. 8, 76 Thuc. 6, 2 u. A.; Plat. Ep. VII, 345 d; oft bei Pol. – Auch die Überfahrt selbst, Soph. Tr. 568.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 trajet par eau;
2 détroit, bras de mer.
Étymologie: πείρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πορθμός -οῦ, ὁ [~ πείρω, ~ πόρος] zee-engte, zeestraat:; ἐν πορθμῷ Ἰθάκης τε Σάμοιό τε in de zee-engte tussen Ithaca en Samos Od. 4.671; anal. nauwe opening:. αὐλοῦ πορθμός tuit van een pijp Emp. B 100.10. oversteek, overtocht:. τηρεῖν τὸν πορθμὸν wachten op (een goed moment voor) de oversteek Thuc. 6.2.4; οὐ πᾶσι πορθμὸς αὑτὸς Ἀργείοισιν ἦν; maakten niet alle Grieken dezelfde overtocht? Eur. Hel. 127.
Russian (Dvoretsky)
πορθμός: ὁ
1) место переправы, пролив (ἐν πορθμῷ Ἰθάκης τε Σάμοιό τε Hom.; μεταξὺ Σικελίας καὶ Ἰταλίας Arst.): π. Ἓλλης Aesch. пролив Геллы, т. е. Геллеспонт; ὁ εἰς Ἀιδου π. Eur. = Στύξ;
2) море Pind.;
3) переправа, переезд Soph.;
4) (морское), путешествие (πορθμοὺς ἀλᾶσθαι μυρίους Eur.);
5) путь, дорога: π. πατρῴας χθονός Eur. путь на родину;
6) узкий проход, просвет (αὐλοῦ π. Emped.).
Greek (Liddell-Scott)
πορθμός: ὁ, (ἴδε ἐν τέλει): μέρος στενὸν θαλάσσης ἑκατέρωθεν ἐχούσης ἤπειρον καὶ χρησιμεῦον πρὸς διαπόρθμευσιν διὰ πορθμείου, μὲ πέραμα, ἐν πορθμῷ Ἰθάκης τε Σάμοιό τε Ὀδ. Δ. 671, Ο. 29· ἐπὶ τῶν στενῶν τῆς Σαλαμῖνος, Ἡρόδ. 8. 76, 91· πορθμὸν ἀμείψας Ἕλλας, δηλ. τὸν Ἑλλήσποντον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 69, πρβλ. 722, 799· π. Σαρωνικὸς ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 307· ὁ εἰς Ἅιδου πορθμός, ἡ Στύξ, Εὐρ. Ἑκάβ. 1106· ὁ π. ὁ περὶ τὴν Σκύλλαν, δηλ. τὰ στενὰ τῆς Μεσσήνης, Πλάτ. Ἐπιστ. 345D, πρβλ. Ἀριστ. π. Θαυμασ. 55, Ἀποσπ. 238· οὕτω, τηρεῖν τὸν π., ἐπὶ τοῦ πορθμοῦ τῆς Μεσσήνης, Θουκ. 6. 2· ― καθόλου, ἡ θάλασσα, Πινδ. Ι. 4. 97 (3. 75). 2) ὁ τῆς κλεψύδρας σωλήν, Ἐμπεδ. 352, 359. ΙΙ. τὸ διέρχεσθαι διὰ πορθμείου, διάβασις, Σοφ. Τρ. 751, ἐν τῷ πληθ.· πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 532· χωρεῖ ὁ π. Μάχων παρ’ Ἀθην. 341C· π. χθονός, διάβασις, δίοδος ἄγουσα εἰς τὴν γῆν, Εὐρ. Κύκλ. 108· οὐ πᾶσι π. αὑτὸς Ἀργείοισιν ἦν ὁ αὐτ. ἐν Ἑλ. 127· πρβλ. νόστος. (Κατ’ ἔκτασιν ἐκ τῆς √ΠΕΡ, πόρος, ἴδε ἐν λ. περάω).
English (Autenrieth)
English (Slater)
πορθμός
a ferry βαρυβόαν πορθμὸν πεφευγότες Ἀχέροντος fr. 143.
b sea passage πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ ναυτιλίαισί τε πορθμὸν ἡμερώσαις (sc. Ἡρακλέης) (I. 4.57)
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
στενή λωρίδα θάλασσας που χωρίζει δύο περιοχές ξηράς και ενώνει δύο θάλασσες και από την οποία διέρχονται τα πλοία για να πλεύσουν από μια ευρύτερη θαλάσσια περιοχή σε άλλη («ο πορθμός του Ευρίπου»
αρχ.
1. η διάβαση του πορθμού, η διαπόρθμευση
2. η θάλασσα
3. δίοδος που οδηγεί κάπου
4. ο σωλήνας της κλεψύδρας
5. φρ. «ὁ εἰς Ἅϊδου πορθμός» — η Στυξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. πείρω (πρβλ. πόρ-ος) + επίθημα -θμός (πρβλ. στα-θμός)].
Greek Monotonic
πορθμός: ὁ (περάω),
I. πορθμείο ή μέρος όπου διέρχεται το «φέρι μπόουτ», στενό, πορθμός, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για τα στενά της Σαλαμίνας, σε Ηρόδ.· πορθμὸς Ἑλλάς, Ελλήσποντος, σε Αισχύλ.· ὁ εἰς Ἅιδου πορθμός, η Στύγα, σε Ευρ.
II. πέρασμα από πορθμείο, δίοδος, σε Σοφ., Ευρ.· πορθμὸς χθονός, δίοδος, διάβαση που οδηγεί μέσα στη γη, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
See also: s. πείρω.
Middle Liddell
πορθμός, οῦ, ὁ, περάω
I. a ferry or a place crossed by a ferry, a strait, firth, Od.; of the straits of Salamis, Hdt.; π. Ἕλλας the Hellespont, Aesch.; ὁ εἰς Ἅιδου π. the Styx, Eur.
II. a crossing by a ferry, passage, Soph., Eur.; π. χθονός a passage to it, Eur.
Frisk Etymology German
πορθμός: {porthmós}
See also: s. πείρω.
Page 2,580
English (Woodhouse)
strait, crossing by sea, narrow passage of sea, narrow sea passage, narrow strip of sea
Mantoulidis Etymological
(=στενό πέρασμα). Ἀπό ρίζα περ- τοῦ περάω.
Παράγωγα: πορθμεύω, πορθμεία, πορθμεῖον, πόρθμευμα, πορθμεύς, πορθμευτής, πορθμευτικός, πορθμίς, διαπόρθμευσις.