γλεῦκος

Revision as of 09:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A εος (Dor. gen. γλεύκιος GDI4993 (Gortyn)), τό, sweet new wine, Arist.Mete.380b32, Nic.Al.184, 299, PPetr.3p.149 (iii B. C.), Act.Ap.2.13, Dsc.5.6; οἴνου γλεύκους PGrenf.2.24.12 (ii B. C.), PFlor.65.8 (vi A. D.).
2 grape-juice, Gal.6.575.
II sweetness, Arist.Pr.931a18.

Spanish (DGE)

-εος, τό
• Alolema(s): cret. κλεῦκος SEG 27.631A.15 (VI/V a.C.)
• Grafía: graf. γλαῦκος POxy.3512.14 (V d.C.), κλαῦγος PMich.608.9 (VI d.C.)
• Morfología: [cret. gen. κλεύκιος SEG 27.631A.12, γλεύκιος ICr.4.77B.3, 79.4, 144.4 (todas Gortina V a.C.)]
zumo de uva, mosto, SEG ll.cc., ICr.ll.cc., Hp.Int.25, Vict.2.52, Arist.Mete.380b32, Call.Fr.93.4, PSI 544.2 (III a.C.), Corn.ND 30, Luc.Philops.39, Longus 2.1.2, 4.5.1, Philostr.Her.2.3, PHamb.23.30 (VI d.C.), PFlor.65.8 (VI d.C.), σφῆκές τε καὶ ... βέμβικες ... γ. ... δαίνυνται ἐπὶ ῥαγέεσσι πεσοῦσαι cayendo sobre las uvas, avispas y abejorros consumen su zumo Nic.Al.184, νεόθλιπτον γ. mosto recién exprimido Nic.Al.299, ἀσκὸς γλεύκους LXX Ib.32.19, οἴνου γλεύκους PGrenf.2.24.12 (II a.C.), cf. Polyaen.4.3.32, γ. ... ἧττον μεθύσκει (op. γλυκὺς οἶνος) Dsc.5.6, cf. Plu.2.655f, οἶνον ... ἀπὸ γλαύκους ἀδόλου vino procedente de mosto no adulterado, POxy.l.c., PMich.l.c.
irón. γλεύκους μεμεστωμένοι εἰσίν están cargados de mosto, Act.Ap.2.13, cf. metáf. de la inspiración del Espíritu Santo, Gr.Nyss.M.46.701A.
• Diccionario Micénico: de-re-u-ko.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 vin nouveau doux, moût;
2 douceur.
Étymologie: γλυκύς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλεῦκος -εος, contr. -ους, τό [~ γλυκύς] jonge wijn, most.

German (Pape)

τό, Most, ungegohrner od. eingekochter, süßer Wein, Nic. Al. 184, 299 und andere Spätere Nach Vetera Lexica τὸ ἀπὸ τῆς ληνοῦ ἀπόσταγμα, αὐτομάτως καταρρέον ἀπὸ τῆς σταφυλῆς· ἔστι δὲ τοῦτο γλυκύτατον.

Russian (Dvoretsky)

γλεῦκος: εος τό
1 сусло Arst., Plut.;
2 сладкое молодое вино Arst.;
3 сладость Arst.

English (Strong)

akin to γλυκύς; sweet wine, i.e. (properly) must (fresh juice), but used of the more saccharine (and therefore highly inebriating) fermented wine: new wine.

English (Thayer)

γλεύκους, τό, must, the sweet juice pressed from the grape; Nicander, alex. 184,299; Plutarch, others; sweet wine: BB. DD. under the word Wine>.)

Greek Monolingual

το (AM γλεῡκος)
ο μούστος, το νέο κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση
μσν.
ποτό που δεν κατασκευάζεται από σταφύλια
αρχ.
1. ο χυμός του σταφυλιού
2. η ορμή («τῆς ἡλικίας τὸ γλεῦκος»)
3. η γλυκύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με απαθή βαθμίδα θέματος, που συνδέεται με το γλυκύς. Μορφολογικά αποτελεί μεταγενέστερο σχηματισμό κατά τα ουδέτερα σε -ς που κλίνονται κατά τον ίδιο τρόπο. Όσον αφορά στη σημασία της λ., έχει ως αφετηρία την έννοια «γλυκιά γεύση», «ζαχαρώδες», που δηλώνεται από την οικογένεια του γλυκύς.
ΠΑΡ. αρχ. γλεύκη, γλεύκινος
μσν.
γλευκίτης.
ΣΥΝΘ. γλευκαγωγός
αρχ.
αγλευκής, αειγλεύκος, πολύγλευκος
νεοελλ.
γλευκοζύγιο και γλευκόζυγος, γλευκομετρία, γλευκόμετρο, γλευκοπότης, ζυθόγλευκος].

Greek Monotonic

γλεῦκος: -εος, τό (γλυκύς), Λατ. mustum, ο μούστος, το νέο κρασί που δεν ζυμώθηκε, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

γλεῦκος: -εος, τό, Λατ. mustum, ὁ «μοῦστος», δηλ. νέος οἶνος μήπω ζυμωθείς, ὁ γλυκὺς τῶν σταφυλῶν χυμός, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 13, κτλ., Νίκ. Ἀλ. 184, 299·- μεταφ., γλ. τῆς ἡλικίας, ἡ ὁρμὴ τῆς νεότητος, Κλήμ. Ἀλ. 178. ΙΙ. γλυκύτης, Ἀριστ. Προβλ. 22. 12. (Πρβλ. γλυκύς, ἀγλευκής, πρβλ. ὡσαύτως ἀδευκής).

Middle Liddell

γλυκύς
Lat. mustum, new wine, Arist.

Chinese

原文音譯:gleàkoj 格留可士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:甜
字義溯源:新酒,甜酒;源自(γλυκύς)*=甜)。
同義字:1) (γλεῦκος)新酒 2) (οἶνος)酒 3) (ὄξος)醋
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 新酒(1) 徒2:13

Mantoulidis Etymological

τό (=μοῦστος, καινούριο κρασί). Ἀπό τό γλυκύς.
Παράγωγα: γλεύκη (=γλυκύτης), γλεύκινος, ἀγλευκής (=ξινός).

Translations

sweetness

Afrikaans: soetheid; Albanian: ëmbëlsi; Arabic: حَلَاوَةٌ‎; Aromanian: dultseatsã; Asturian: dulzura; Azerbaijani: şirinlik; Bulgarian: сладост; Catalan: dolçor; Chinese Mandarin: 甜味; Crimean Tatar: tatlılıq; Czech: sladkost; Danish: sødme; Dutch: zoetheid; Esperanto: dolĉeco; Finnish: makeus; Franco-Provençal: dóuçor; Galician: dozura; Georgian: სიტკბო, სიტკბოება; German: Süßigkeit; Greek: γλυκύτητα; Ancient Greek: δεῦκος, γλυκασία, γλύκασμα, γλυκασμός, γλεύκη, γλεῦκος, γλυκύτης, τὸ γλύκιον, ἡδύτης; Hebrew: מתיקות‎; Hungarian: édesség; Icelandic: sætleik; Italian: dolcezza; Japanese: 甘さ; Kazakh: тәттілік; Kyrgyz: таттуулук; Latin: dulcedo, dulcitas, dulcitudo, dulcor, mellinia, suavitas; Latvian: saldums; Malay: manis; Norwegian Bokmål: sødme, søthet; Nynorsk: søtleik; Occitan: doçor; Old English: swētnes; Polish: słodycz; Portuguese: doçura; Romanian: dulceață; Russian: сладость; Serbo-Croatian: slatkòća; Spanish: dulzura, dulzor, melosidad, dulcedumbre; Swedish: sötma; Tatar: татлылык; Thai: ความหวาน; Turkish: tatlılık; Ukrainian: солодкість; Uzbek: totlilik; Welsh: melyster; Yiddish: זיסקײַט‎