μάν

Revision as of 09:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Dor. and old Ep. for μήν.

German (Pape)

[Seite 91] dor. = μήν, welches zu vergleichen, Betheuerungswort, in der Il. nicht selten, in der Od. 11, 344. 17, 470; allein stehend, allerdings, gewiß, Il. 8, 373. 16, 14; ἄνα γε μάν, auffordernd, Aesch. Ch. 957, wie ἴτε μάν, Suppl. 996, wie ἄγρει μάν, wohlan denn, Il. 5, 765; verstärkt, ἦ μάν, jawahrlich, freilich wohl, Il. 2, 370. 13, 354; Pind. P. 4, 40 I. 1, 63; mit der Verneinung, οὐ μάν, wahrlich nicht, gewiß nicht, sehr gew. bei Hom., οὐ μὰν οὐδέ, Il. 4, 512. 23, 441, οὐ μὰν οὔτε, Od. 17, 470, auch μὴ μάν, Il. 8, 512. 15, 476. 22, 204; οὐδὲ μάν, Pind. P. 4, 87. 8, 18; καὶ μάν, ja sogar, Pind. Ol. 9, 53 P. 1, 63 u. öfter, der auch ὅμως μάν vrbdt, 2, 82.

French (Bailly abrégé)

dor. c. μήν¹,².

English (Autenrieth)

(= μήν): verily, truly, indeed; ἄγρει μάν, ‘come now!’ ἦ μάν, οὐ μάν, μὴ μάν, Il. 5.765, Il. 2.370, Δ, Il. 8.512.

English (Slater)

μᾱν
   1 not combined with other particles,
   a connective, emphasising a new point, never neg. ὁ μὰν πλοῦτος ἀρεταῖς δεδαιδαλμένος φέρει τῶν τε καὶ τῶν καιρόν (O. 2.53) [μὴν (v.l. μιν) (O. 3.45) ] λέγοντι μὰν χθόνα μὲν κατακλύσαι μέλαιναν ὕδατος σθένος (O. 9.49) Ζεῦ πάτερ, τῶν μὰν ἔραται φρενί, σιγᾷ οἱ στόμα (e Σ Er. Schmid: μὲν codd.) (N. 10.29) ἴστε μὰν Κλεωνύμου δόξαν παλαιὰν ἅρμασιν (I. 3.15) ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν (v.l. καί) (I. 4.35) in subord. cl., δηρίομαι πολέσιν περὶ πλήθει καλῶν, ὡς μὰν σαφὲς οὐκ ἂν εἰδείην λέγειν ποντιᾶν ψάφων ἀριθμόν (O. 13.45)
   b adversative, yet ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν αἰδώς· ἐπὶ μὰν βαίνει τι καὶ λάθας ἀτέκμαρτα νέφος (O. 7.45) ὅμως μὰν (P. 2.82) λέγονται μὰν (P. 3.88) αὐτὸν μὰν (N. 1.69) παῦροι δὲ χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί· λέγεται μὰν (N. 9.39) (many miss good fortune, e. g. through lack of confidence.) συμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ' ἀπὸ Σπάρτας (Pauw: λίαν codd., Σ: contra G. P. 337) (N. 11.33)
   2 combined with other particles.
   a καὶ μὰν (γε), emphasising a new point, καί connective. καὶ μὰν ξεναπάτας Ἐπειῶν βασιλεὺς ὄπιθεν οὐ πολλὸν ἴδε (O. 10.34) “καὶ μὰν Τιτυὸν” (P. 4.90) καὶ μὰν κεῖνος Ἄτλας (P. 4.289) καὶ μὰν ἁ Σαλαμίς γε θρέψαι φῶτα μαχατὰν δυνατός (N. 2.13) καὶ μὰν θεῶν πιστὸν γένος (N. 10.54) where καὶ connects individual words, while μὰν emphasises the last member in a series, θέλοντι δὲ Παμφύλου καὶ μὰν Ἡρακλειδᾶν ἔκγονοι αἰεὶ μένειν τεθμοῖσιν ἐν Αἰγιμιοῦ Δωριεῖς (P. 1.63) Ἐμμενίδαις ποταμίᾳ τ' Ἀκράγαντι καὶ μὰν λτ;γτ;ενοκράτει (P. 6.6)
   b γε μάν, adversative, yet, but of course νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος (O. 13.104) (Τυφὼς) τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον· νῦν γε μὰν (P. 1.17) νῦν γε μὰν (P. 1.50) αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ ἐξ ἄλλαξεν· ἄτρωτοι γε μὰν παῖδες θεῶν (I. 3.18) with a notion of affirmation, after all, it is true φαντί γε μὰν (P. 7.19) ἐπαοιδαῖς δ' ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν· ἦν γε μὰν ἐπικώμιος ὕμνος δὴ πάλαι (N. 8.50) dub., ]αλλεγεμαν P. Oxy. 2622, fr. 1. 11 ad ?fr. 346.
   cμάν, in strong affirmation. “ἦ μάν νιν ὤτρυνον θαμὰ” (P. 4.40) ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν (N. 8.28) ἦ μὰν πολλάκι καὶ τὸ σεσωπαμένον εὐθυμίαν μείζω φέρει (I. 1.63)
   d οὐδὲ μάν, where μὰν emphasises the second limb of a neg. assertion, nor yet “οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων οὐδὲ μὰν χαλκάρματός ἐστι πόσις Ἀφροδίτας” (P. 4.87) Τυφὼς οὔ μιν ἄλυξεν, οὐδὲ μὰν βασιλεὺς Γιγάντων (P. 8.17)
   3 frag. μάρναμαι μὰν (Pae. 2.39)

Greek Monotonic

μάν: Δωρ. και αρχ. Επικ. αντί μήν.

Russian (Dvoretsky)

μάν: I и II (ᾱ) дор. = μήν I и II.