αὖτε

Revision as of 13:56, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

English (LSJ)

Adv., (αὖ, τε):—used by Hom.

   A like αὖ,    I of Time, again, Il.1.202, 2.105,370, al.; freq. δὴ αὖτε 1.340, 2.225, and with crasis, δαὖτε Alcm.36, δηὖτε Archil.60, Sapph.40, Alc.19.1, Hippon. 78.    II to mark Sequence or Transition, again, furthermore, ἕκτον δ' αὖτ' Ὀδυσῆα Il.2.407; Δαρδανίων αὖτ' ἦρχεν . . Αἰνείας ib.819, cf. 826, etc.; esp. in speeches, τὸν δ' αὖτε προσέειπε . . him in turn addressed... 3.58, al.; ἀμφί μοι αὖτε ἄναχθ' ἑκαταβόλον ἀειδέτω φρήν Terp.2, cf. Ar.Nu.595; ἥδ' αὖθ' ἕρπει S.Tr.1009 (lyr.).    2 on the other hand, on the contrary, sts. opp. μέν (instead of δέ), Il.1.237, Od. 22.6; coupled with δέ, h.Cer.137, A.Pers.183, Th.5,Ag.553.—Freq. in A., once in S., never in E.; not in Prose; Com. only in Dact. and Anap. in Epic reminiscences, Cratin.169, Ar.Pax1270, Metag. 4.2 (prob.); νῦν αὖτε λεῲ προσέχετε τὸν νοῦν Ar.V.1015.

German (Pape)

[Seite 395] p. = αὖ, 1) wiederum, eine Wiederholung bezolehnend, gleichfalls, Il. 18, 243 u. öfter; Ar. Nub. 595 Lys. 66. – 2) häufiger bezeichnet es einen Uebergang od. Gegensatz, aber, Hom. u. Tragg.; entspricht auch geradezu einem vorangegangenen μέν, z, B. Od. 22, 6; Pind. vrbdt öfter δ' αὖτε; so auch att. Dichter.

Greek (Liddell-Scott)

αὖτε: ἐπίρρ. (αὖ, τε, ἔνθα τὸ τε εἶναι πλεοναστικὸν ὡς ἐν τοῖς ὃστε, ἄλλοτε, κτλ.) ἐν χρήσει παρ᾿ Ὁμ. ὡς τὸ αὖ, Ι. ἐπὶ χρόνου, Ἰλ. Α. 202, 340., Β. 105, 225, 370, κτλ. ΙΙ. πρὸς δήλωσιν ἀκολουθίας, ἐπαλληλίας, πάλιν, παραιτέρω, πρὸς τούτοις, προσέτι, ἕκτον δ᾿ αὖτ᾿ Ὀδυσῆα Ἰλ. Β. 407· Δαρδανίων αὖτ᾿ ἦρχεν Αἰνείας αὐτόθι 819. πρβλ. 826, κτλ.· κυρίως ἐπὶ ἀγορεύσεων, τὸν δ᾿ αὖτε προσέειπε Γ. 58, κτλ.· ἥδ᾿ αὖθ᾿ ἓρπει Σοφ. Τρ. 1009. 2) ἐξ ἄλλου μέρους, ἐκ τοῦ ἐναντίου, ἐντεῦθεν ἐνίοτε ἀντιτίθεται τῷ μὲν ἀντὶ τοῦ δέ, Ἰλ. Α. 237, Ὀδ. Χ. 5, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 137, Κρατῖνος ἐν «Πηλαίᾳ» 1, Ἀριστοφ. Νεφ. 595, Σφ. 1015, Λυσ. 66, ἢ συνδυάζεται μετὰ τοῦ δὲ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 183, Θήβ. 5. Ἀγ. 553: ― οὗτοςτύπος εὕρηται συχν. παρ᾿ Αἰσχύλ., ἅπαξ παρὰ Σοφ., οὐδαμοῦ παρ᾿ Εὐρ.· ἂν καὶ παρὰ κωμικοῖς δὲν εἶναι σπάνιος, παρὰ τοῖς πεζοῖς ἐν τούτοις οὐδόλως φαίνεται ἀπαντῶν που.

French (Bailly abrégé)

adv. poét.
1 de nouveau ; particul. au sens de notre « encore » dans des phrases telles que « où suis-je encore tombé ? »;
2 d’un autre côté, au contraire;
3 alors, ensuite.
Étymologie: αὖ, τε.

English (Autenrieth)

(αὖ τε): again, on the other hand, however, but; εἴ ποτε δὴ αὖτε, Il. 1.340; ὁππότ ἂν αὖτε, Od. 8.444, and esp. in questions of impatient tone, τίπτ' αὖτ εἰλήλουθας, Il. 1.202; τέων αὖτε βροτῶν ἐς γαῖαν ἱκάνω, ‘whose country am I come to now?’ Od. 6.119; very often denoting contrast or transition, like δέ, νῦν αὖτε, ἔνθ' αὖτε, δ αὖτε, and correlating to μέν, Il. 3.241; also in apod., Il. 4.321.

English (Slater)

αὖτε
   1 adversative, again
   a opposed to μέν. θεὸν ὃς ἀνέχει τοτὲ μὲν τὰ κείνων, τότ' αὖθ ἑτέροις ἔδωκεν μέγα κῦδος (P. 2.89) (ἄρουραι) τόκα μὲν ὦν βίον ἀνδράσιν ἐπηετανὸν ἐκ πεδίων ἔδοσαν, τόκα δαὖτ' ἀναπαυσάμεναι σθένος ἔμαρψαν (N. 6.11) ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον, ὦ Ζεῦ, τὶν ἄωτον δεξάμενοι στεφάνων, νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ Φυλακίδα νικῶντος (Hermann: αὖτ' ἐν codd.) (I. 6.5)
   b opposed to a previous time. ἐκ προτέρων μεταμειψάμενοι καμάτων ἔστασαν ὀρθὰν καρδίαν. ἐν δ' αὖτε χρόνῳ (P. 3.96)
   2 progressive, in question. ἔπεχε νῦν σκοπῷ τόξον, ἄγε θυμέ· τίνα βάλλομεν ἐκ μαλθακᾶς αὖτε φρενὸς εὐκλέας ὀιστοὺς ἱέντες; (O. 2.90)
   3 frag. τοι δ' αυτ[ dub. ?fr. 338. 9.