ὄπισθεν

Revision as of 14:41, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

English (LSJ)

in Ion. (Hdt.4.72, al., SIG46.65 (Halic., v B. C.), etc.) and late Att. (Luc.Am. 16, etc.) ὄπισθε before a conson., as also in Poets, E.Cyc.545, IT1333 : poet. also ὄπῐθεν Il.6.181, al., Pi.O.10(11).35, A.Pers.1001 (lyr.) :—Adv. :    I of Place, behind, at the back, opp. πρόσθε, Il.5.595 ; πρόσθε λέων ὄπιθεν δὲ δράκων μέσση δὲ χίμαιρα 6.181 ; ὄπισθεν καταλιπεῖν Od.10.209 ; μένειν Il.9.332, etc. ; πέμψει οὖρον ὄ. Od.15.34 ; ὄπιθεν κομόωντες with long back-hair, Il.2.542 ; ὄπιθεν κομόωσαι ἔθειραι IG12(9).1179.9 (Euboea) ; ὄ. ἕπεσθαι, ἀκολουθεῖν, A. l. c., etc. ; οἱ ὄπιθεν those who are left behind, e.g. at home, Od.11.66 ; but also, those who are in the rear, X.Cyr.2.2.8 ; εἰ τοὺς ὄ. ἐς τὸ πρόσθεν ἄξομεν shall bring the rear ranks to the front (metaph.), S.Aj. 1249 ; αἱ ὄ. ἁψῖδες the hinder fellies, Hdt.4.72 ; τὰ ὄ. the hinder parts, rear, back, Il.11.613 ; οἱ ὄ. ἁρμοί IG12.372.117 ; εἰς τοὔπισθεν back, backwards, E.Ph.1410, Pl.Sph.261b, etc. ; εἰς τ. τοξεύειν, i. e. 'versis sagittis', like the Parthians, X.An.3.3.10 : opp. ἐκ τοὔπισθεν Ar.Ec.482, cf. Th.7.79, X.An.4.1.6 ; ἐν τῷ ὄ. Pl.R.614c, X.Cyn.9.8, etc. ; ὄ. ποιήσασθαι τὸν ποταμόν place the river in his rear, Id.An.1.10.9.    2 Prep. c. gen., behind, στῆ δ' ὄπιθεν δίφροιο Il.17.468 ; ὄπισθε μάχης 13.536 ; ὄπισθε τῆς θύρης Hdt.1.9 ; ἔμπροσθέ τε Θερμοπυλέων καὶ ὄ. Id.7.176 ; ὄ. ἐμοῦ . . εἰσῄει Pl.Smp.175a, etc. : sts. after its case, δίφρου ὄπισθεν Il.24.15 ; ἴμεν φάμας ὄπισθεν follow the voice, Pi.O. 6.63 ; γνώμης πατρῴας πάντ' ὄ. ἑστάναι S.Ant.640 ; also τούτοισι δ' ὄ. ἴτω Cratin.30 ; πνοιαῖς ὄπιθεν Βορέα Pi.O.3.31 (s. v.l.).    II of Time, after, in future, hereafter, Il.4.362, Od.2.270, 18.168, etc. ; either of a thing absolutely future, or of one which follows something else, opp. αὐτίκα, Il.9.519 ; ὄπιθεν οὐ πολλόν Pi.O.10(11).35 ; πολλοῖς μησὶν ὄ. Theoc.Ep.22.8 ; cf. ὀπίσω 11.1.    2 ἐν τοῖσι ὄ. λόγοισι in the books yet to come, in the following books, Hdt.5.22, 7.213 ; cf. ὀπίσω 11.2 : but, in Gramm., of what has gone before, Sch. Od.3.366, Hsch. s.v. Ἴωνες, Sch.Ar.Ra.1488 ; ὁ ὄπιθεν χρόνος the earlier time, PMasp.158.22 (vi A. D.) :—for Comp. ὀπίστερος, Sup. ὀπίστατος, v. sub vocc. (Prob. from *ὄπις 'back', contained in ἀνόπιν, κατόπιν, μετόπιν, ὀπίσω.)

Greek (Liddell-Scott)

ὄπισθεν: παρ’ Ἴωσι καὶ μεταγεν. Ἀττικ. ὄπισθε πρὸ συμφώνου, ὡς καὶ παρὰ ποιηταῖς, Πινδ. Ο. 6. 108, Εὐρ. Κύκλ. 545, Ι. Τ. 1333, πρβλ. Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 8. 284· ποιητ. ὡσαύτως ὄπῐθεν, Ὅμ., Πίνδ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 1001· ὄπιθε, Ἰλ. Π. 791· - Ἐπίρρ. 1) τόπου, ὀπίσω, εἰς τὸ ὀπίσω μέρος, συχν. παρ’ Ὁμήρ. ἀντίθετον τῷ πρόσθεν, Ἰλ. Ε. 595· πρόσθε λέων ὄπιθεν δὲ δράκων μέσση δὲ χίμαιρα Ζ. 181· ὄπισθεν καταλείπειν Ὀδ. Κ. 209· μένειν Ἰλ. Ι. 332, κλ.· πέμψει δὲ τοι οὖρον ὄπισθεν Ὀδ. Ο. 34· ὄπ. ἕπεσθαι, ἀκολουθεῖν Αἰσχύλ. ἔνθ. ἀνωτ., κτλ.· οἱ ὄπιθεν, οἱ καταλειπόμενοι ὀπίσω, π. χ. ὅταν ἀποθνήσκῃ τις, Ὀδ. Λ. 66· ἀλλ’ ὡσαύτως οἱ ἐν τῇ ὀπισθοφυλακῇ, Ξεν. Κύρ. 2. 2, 8· εἰ τοὺς ὄπ. ἐς τὸ πρόσθεν ἄξομεν, θὰ φέρωμεν τοὺς ὄπισθεν τεταγμένους εἰς τὰ ἐμπρὸς (μεταφορ.), Σοφ. Αἴ. 1249· αἱ ὄπ. ἁψῖδες Ἡρόδ. 4. 72· τὰ ὄπισθεν. τὰ ὀπίσω μέρη, τὰ νῶτα, Ἰλ. Λ. 613· τὰ ὄπ. τῶν πολεμίων Ξεν. Ἀν. 3. 4, 40, κτλ. - εἰς τοὔπισθεν, πρὸς τὰ ὀπίσω, Εὐρ. Φοίν. 1410, Πλάτ., κλ.· εἰς τ. τοξεύειν, πρὸς τὰ ὀπίσω, ‘versis sagittis’, ὡς οἱ Πάρθοι, Ξεν. Ἀν. 3. 3, 10· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐκ τοὔπισθεν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 482, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 4. 1, 6· ἐν τῷ ὄπ. Πλάτ. Πολ. 614C, Ξεν., κτλ.· - καὶ ἐδόκει αὐτοῖς ἀναπτύσσειν τὸ κέρας καὶ ποιήσασθαι ὄπισθεν τὸν ποταμόν, νὰ στραφῶσιν οὕτως ὥστε νὰ ἔχωσι τὸν ποταμὸν ὄπισθεν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 1. 40, 9. 2) ὡς πρόθεσις μετὰ γεν., ὀπίσω, «ἀπὸ ’πίσω», στῆ δ’ ὄπισθεν δίφροιο Ἰλ. Ρ. 468 ὄπισθε μάχης Ν. 536· τυτθὸν ὄπ. δμωὸς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 467· ὄπισθε τῆς θύρης Ἡρόδ. 1. 9· ἔμπροσθέ τε Θερμοπυλέων καὶ ὄπ. ὁ αὐτ. 7. 176· ὄπ. ἐμοῦ .. εἰσῄει Πλάτ. Συμπ. 174Ε, κτλ.· - ἐνίοτε καὶ μετὰ τὴν πτῶσιν, δίφρου ὄπισθεν Ἰλ. Ω. 15· ἴμεν φάμας ὄπισθε, ἀκολουθεῖν τὴν φωνήν, Πινδ. Ο. 6. 108· γνώμης πατρῴας πάντ’ ὄπ. ἑστάναι Σοφ. Ἀντ. 640· - ὡσαύτως, τούτοισι δ’ ὄπ. ἴτω Κρατῖν. ἐν «Δηλιάσιν» 1. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, μετὰ ταῦτα, κατόπιν, ἐν τῷ μέλλοντι, Ἰλ. Δ. 362, Ὀδ. Β. 270., Σ. 105, Ἡσ., κλ.· ἤτοι ἐπὶ πράγματος μέλλοντος γενέσθαι ἢ ἐπὶ πράγματος ὅπερ ἀκολουθεῖ ἕτερον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ αὐτίκα, Ἰλ. Ι. 519· ὄπιθεν οὐ πολλὸν Πινδ. Ο. 10 (11). 43· πολλοῖς μησὶν ὄπισθε κἠνιαυτοῖς Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 20. 8· - πρβλ. ὀπίσω ΙΙ. 1. 2) ἐν τοῖσι ὄπισθε λόγοισι, ἐν τοῖς ἑπομένοις βιβλίοις, Ἡρόδ. 5. 22., 7. 213· πρβλ. ὀπίσω ΙΙ. 2· οὕτω συχν. παρὰ τοῖς γραμμ., ἐνίοτε ἐπὶ πράγματος ὅπερ ἀκολουθεῖ, ἀλλ’ ἐνίοτε ἐπὶ πράγματος ὅπερ προηγεῖται, Buttm. Σχόλ. εἰς Ὀδ. Α. 127, Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 11. - Περὶ τοῦ συγκρ. ὀπίστερος, ὑπερθ. ὀπίστατος, ἴδε τὰς λέξ. (Πιθ. ἐκ τοῦ ὄπις, συγγενοῦς πρὸς τὰ ἀνόπιν, κατόπιν, μετόπιν, ὀπίσω).

French (Bailly abrégé)

en poésie et en prose att. réc. ὄπισθε;
adv. et prép.
ensuite;
I. avec idée de lieu;
1 de derrière : ὄπισθεν πέμπειν οὖρον OD laisser souffler litt. envoyer le vent favorable de derrière;
2 derrière, en arrière : ὄπισθε μένειν IL, OD rester en arrière ; ὄπισθεν ποιεῖσθαι ποταμόν XÉN mettre un fleuve derrière soi, faire que le fleuve soit sur les derrières ; οἱ ὄπισθεν, ceux qui viennent derrière, les suivants XÉN ou ceux qui sont restés en arrière ; τὸ ὄπισθεν ou τὰ ὄπισθεν IL ce qui est par derrière, les parties postérieures ; ἐκ τοῦ ὄπισθεν XÉN de derrière, par derrière ; εἰς τοὔπισθεν ATT vers l’arrière, en arrière ; avec un gén. : ὄπισθεν τῆς θύρης HDT derrière la porte ; δίφρου ὄπισθεν IL derrière le char ; fig. en arrière de, pour marquer l’infériorité;
3 à la suite, ensuite : οἱ ὄπισθε λόγοι HDT les livres qui viendront après, les livres suivants;
II. avec idée de temps à la suite, ensuite en parl. de choses futures.
Étymologie: ὄπις², -θεν.

English (Autenrieth)

ὄπιθε (ν): from behind, behind, afterward, hereafter; w. gen., Il. 13.536.

English (Slater)

ὄπισθεν prep. c. gen.,
   1 after, following of place. “ὄρσο, τέκνον, δεῦρο πάγκοινον ἐς χώραν ἴμεν φάμας ὄπισθεν (O. 6.63) ὄπισθεν δὲ κεῖμαι θρασειᾶν ἀλωπέκων ξανθὸς λέων fr. 237.