Σίσυφος
English (LSJ)
[ῑ], ὁ, Sisyphus, Il.6.153, Od.11.593: prov., πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου = if you were more intelligent than Sisyphus Thgn.702; μηχαναὶ Σισύφου = Sisyphean ruses, wiles of Sisyphus Ar.Ach.391; nickname of the Spartan Dercyllidas, X.HG3.1.8:—Adj. Σισύφειος, Σισυφεία, Σισύφειον, Sisyphean E.Med. 405, etc.; Σισυφία χθών, i.e. Corinth, Epigr. ap. Paus.5.2.5; Σισυφὶς ἀκτή, Σισυφὶς αἶα, Theoc.22.158, AP7.354 (Gaet.); Σισύφειον, τό, temple of Sisyphus, D.S.20.103, Str.8.6.21.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Sisyphe, fils d'Éole, roi de Corinthe, renommé pour sa fourberie.
Étymologie: par redoublement de σοφός avec υ éol. pour ο.
Russian (Dvoretsky)
Σίσῠφος: (ῑ) ὁ Сизиф или Сисиф (сын Эола и Энареты, отец Главка, по по друг. - сын Автолика, отец Одиссея, баснословный основатель и первый царь Коринфа, за жадность и коварство осужденный в загробном мире на вечное вкатывание в гору вечно скатывающегося обратно огромного камня) Hom., Arph. etc.
Greek (Liddell-Scott)
Σίσῠφος: [ῑ], -ου, ὁ, μυθικὸς βασιλεὺς τῆς Κορίνθου φημιζόμενος ὡς ὁ πανουργότατος τῶν ἀνθρώπων, Ἰλ. Ζ. 153· βασανιζόμενος ἐν τῷ ᾍδῃ κάτω, Ὀδ. Λ. 593· παροιμ., πλείονα δ’ εἰδείης Σισύφου Θέογν. 702· Σισύφου μηχαναὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 391· σκωπτικὸν ὄνομα τοῦ Σπαρτιάτου Δερκυλίδα, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 8· ἐπίθετ. Σισύφειος, α, ον, Εὐρ., κλπ.· ὡσαύτως Σισυφία χθών, ἡ Κόρινθος, Ποιητὴς παρὰ Παυσ. 5. 2, 5· ἢ Σισυφὶς ἀκτή, αἶα Θεόκρ. 22. 158, Ἀνθ. Π. 7. 354· - Σισύφειον, τό, τὸ ἱερὸν τοῦ Σισύφου, Διόδ. 20. 103, Στράβ. 379. (Πιθαν. μετ’ ἀναδιπλ. τύπος τοῦ σοφὸς (μετὰ τοῦ Αἰολ. υ ἀντὶ ο), ὁ Σοφὸς ἢ Πανοῦργος· ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει: «σέσυφος· πανοῦργος».
English (Autenrieth)
(redup. from σοφός): Sisyphus, son of Aeolus, father of Glaucus, and founder of Ephyra (Corinth), renowned for craft and wiles, Il. 6.153 ff. He was punished in Hades by rolling the ‘resulting’ stone up-hill, Od. 11.593.
English (Slater)
Σῑςῠφος son of Aiolos; king of Korinth, founder by one account of the Isthmian Games.
1 Σίσυφον μὲν πυκνότατον παλάμαις ὡς θεόν (O. 13.52) Αἰολίδαν δὲ Σίσυφον κέλοντο (sc. αἱ Νηρείδες) ᾧ παιδὶ τηλέφαντον ὄρσαι γέρας φθιμένῳ Μελικέρτᾳ (sc. ἄγειν τὰ Ἴσθμια) fr. 5.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
μυθ. μυθικός βασιλιάς, γιος του Αιόλου, ιδρυτής και βασιλιάς της Κορίνθου, ο οποίος ήταν ονομαστός για την ευφυΐα αλλά και για την πανουργία και τις πάμπολλες δόλιες πράξεις του, μεταξύ τών οποίων αναφέρεται η εξαπάτηση της Περσεφόνης κατά την κάθοδό της στον Άδη, για την οποία και καταδικάστηκε από τους θεούς να κυλάει στον Άδη έναν πελώριο βράχο ώς την κορυφή όρους, ο οποίος όμως κατρακυλούσε προς τα πίσω λίγο πριν από το τέρμα της προσπάθειάς του
νεοελλ.
(ως προσηγορ.) ο σίσυφος
ζωολ. ονομασία κολεόπτερου εντόμου.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Κατά την επικρατέστερη άποψη, η λ. συνδέεται με το σοφός, αν και παραμένει δυσερμήνευτη η εναλλαγή ο / υ. Η αρχική συλλαβή σι- ερμηνεύθηκε ως επιτατικός διπλασιασμός (πρβλ. σιγαλόεις) και η εναλλαγή ε / ι (πρβλ. σέσυφος «πανούργος») μάς οδηγεί στην υπόθεση ότι πρόκειται μάλλον για σχηματισμό του προελλην. γλωσσ. υποστρώματος].
Greek Monotonic
Σίσῠφος: [ῑ], -ου, ὁ, μυθικός βασιλιάς της Κορίνθου, γνωστός ως ο πιο πανούργος από τους ανθρώπους· στον Κάτω Κόσμο του επιβλήθηκε η ποινή να μεταφέρει αέναα μια μεγάλη πέτρα σε έναν ανηφορικό βράχο, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίθ. Σισύφειος, -α, -ον, σε Ευρ. κ.λπ.· θηλ. Σισυφίς, σε Θεόκρ. [πιθ. τύπος του σοφός με αναδιπλασ. (με Αιολ. υ αντί ο), ο Πανούργος].
Middle Liddell
Σῑ́σῠφος, ου, [Prob. a redupl. form of σοφός (with aeolic υ for ο the crafty.)]
a king of Corinth, noted as the craftiest of men, punished in the shades below, Hom., etc.
Frisk Etymology German
Σίσυφος: {Sī́suphos}
Grammar: m.
Meaning: Sohn des Aiolos, der listigste der Männer, besonders als einer der Büßer der Unterwelt bekannt (seit Il.).
Derivative: Davon Σισυφία χθών = Korinth (Epigr. ap. Paus.), auch -ὶς ἀκτή, αἶα (Theok., AP), -ειος ‘zu S. gehörig’ (E.), -ειον n. Sisyphostempel (D. S., Str.); -ίζω ‘wie S. handeln’ (Phryn. PS).
Etymology: Oft mit σοφός verbunden, was sich gewiß hören läßt. Dabei wird das Vorderglied verschieden gedeutet: verstärkendes idg. *tu̯i- (Brugmann IF 39, 140ff.; vgl. zu σιγαλόεις); intensive Reduplikation (Carnoy Le Muséon 67, 362; pelasgisch); vgl. σέσυφος· πανοῦργος H. Abzulehnen E. Maaß Byz.-neugr. Jbb. 5, 172ff.; vgl. Kretschmer Glotta 17, 264.
Page 2,711
Wikipedia EL
Ο Σίσυφος ήταν μια πολύ ξεχωριστή προσωπικότητα της ελληνικής μυθολογίας. Ο Σίσυφος ήταν ιδρυτής και βασιλιάς της αρχαίας Εφύρας, που στη συνέχεια ονομάστηκε Κόρινθος.
Όλα άρχισαν όταν ο θεός Δίας αποπλάνησε την Αίγινα, η οποία ήταν κόρη του ποταμού και θεού Ασωπού. Παίρνοντας τη μορφή αετού, ο Δίας απήγαγε την Αίγινα και πήγε να κρυφτεί σ' ένα μικρό νησί του Αιγαίου. Ο Ασωπός ζήτησε από τον Σίσυφο να του πει τι γνώριζε και αυτός συμφώνησε, ζητώντας πρώτα για αντάλλαγμα, μια πηγή με νερό που θα ανάβλυζε ασταμάτητα από την ακρόπολη της πόλης του Ασωπού, για να ποτίζει την ξερή γη της Κορίνθου.
Ο Σίσυφος και ο Ασωπός συμφώνησαν. Ο Δίας όμως γνώριζε τα πάντα και αποφάσισε να τιμωρήσει τον Σίσυφο για την προδοσία του, στέλνοντάς τον στον Άδη.
Όμως τότε ο Σίσυφος απέδειξε την εξυπνάδα και την πονηριά του καταφέρνοντας να ξεγελάσει και να φυλακίσει τον Θάνατο. Τότε όμως έγινε κάτι πρωτοφανές: ο Θάνατος αδυνατούσε να θερίσει τα καθημερινά του θύματα και η Γη άρχισε σταδιακά να γεμίζει, χωρίς να χωρά ο αυξανόμενος πληθυσμός. Οι θεοί αναστατώθηκαν και ο θεός Άρης ελευθέρωσε τον Θάνατο από τα δεσμά του, στέλνοντας ξανά τον Σίσυφο στον Άδη.
Ο Σίσυφος όμως, είχε προνοήσει και είχε πει στη γυναίκα του, Μερόπη, να μη θάψει το σώμα του. Έτσι, όταν κατέβηκε στον Άδη, ζήτησε από την θεά Περσεφόνη, σύζυγο του θεού Πλούτωνα, τρεις μέρες για να επιστρέψει στη γη και να φροντίσει το ζήτημα της ταφής του. Η Περσεφόνη δέχτηκε το αίτημα του Σίσυφου, όμως αυτός δεν επέστρεψε. Έτσι, ήρθε η σειρά του θεού Ερμή να τον κατεβάσει στον Άδη.
Ο Σίσυφος τιμωρήθηκε για την ασεβή του συμπεριφορά. Οι "Κριτές των νεκρών", του έβαλαν ως βασανιστήριο να κουβαλάει ένα βράχο στην κορυφή ενός βουνού. Φτάνοντας στην κορυφή, η πέτρα ξανακυλούσε κάτω και έπρεπε να την ανεβάσει ξανά. Αυτή η τιμωρία είναι αιώνια για τον «νικητή» του Άδη.
Wikipedia EN
In Greek mythology Sisyphus or Sisyphos (/ˈsɪsɪfəs/; Ancient Greek: Σίσυφος Sísyphos) was the king of Ephyra (now known as Corinth). He was punished for his self-aggrandizing craftiness and deceitfulness by being forced to roll an immense boulder up a hill only for it to roll down every time it neared the top, repeating this action for eternity. Through the classical influence on modern culture, tasks that are both laborious and futile are therefore described as Sisyphean (/sɪsɪˈfiːən/).
Linguistics Professor R. S. P. Beekes has suggested a pre-Greek origin and a connection with the root of the word sophos (σοφός, "wise"). German mythographer Otto Gruppe thought that the name derived from sisys (σίσυς, "a goat's skin"), in reference to a rain-charm in which goats' skins were used.
Translations
af: Sisufos; ar: سيزيف; arz: سيزيف; ast: Sísifu; az: Sizif; bar: Sisyphos; be: Сізіф; bg: Сизиф; bn: সিসিফাস; br: Sisyfos; bs: Sizif; ca: Sísif; ckb: سیزیف; cs: Sisyfos; cv: Сизиф; da: Sisyfos; de: Sisyphos; el: Σίσυφος; en: Sisyphus; eo: Sizifo; es: Sísifo; et: Sisyphos; eu: Sisifo; fa: سیزیف; fi: Sisyfos; fr: Sisyphe; ga: Sisifeas; gl: Sísifo; he: סיזיפוס; hr: Sizif; hu: Sziszüphosz; hy: Սիզիփոս; id: Sisifos; is: Sísýfos; it: Sisifo; ja: シーシュポス; jv: Sisifos; ka: სიზიფე; kk: Сизиф; ko: 시시포스; la: Sisyphus; lb: Sisyphos; lt: Sizifas; mk: Сизиф; my: ဆီစီဖက်; nds: Sisyphos; nl: Sisyphos; nn: Sisyfos; no: Sisyfos; oc: Sisif; pl: Syzyf; pt: Sísifo; ro: Sisif; ru: Сизиф; sco: Sisyphus; sh: Sizif; simple: Sisyphus; sk: Sizyfos; sl: Sizif; sq: Sizifi; sr: Сизиф; sv: Sisyfos; th: ซิซิฟัส; tr: Sisifos; uk: Сізіф; vi: Sisyphus; war: Sisyphus; wuu: 西西弗斯; zh: 西西弗斯