διάτασις
English (LSJ)
διατάσεως, ἡ,
A tension, dilatation, ἔχειν διάτασιν to have the power of dilatation, Arist.PA664a33 (v.l.); κεφαλῆς διατάσεις καὶ ἰλίγγους Pl. R.407c (prob.).
2 extension, of a fractured or dislocated limb, Hp.Off.15, cf. Heliod. ap. Orib.49.8.33; σπαρτῶν Alciphr.2.4.
3 stretching across: hence Medic., διάτασις φρενῶν diaphragm, Hp.VM22; διάτασις alone, Id.Coac.394; also of vaginal obstruction, Paul.Aeg.6.72.
II tension, exertion, πνεύματος Thphr.Sud.32; of athletes and the like, Arist.Pr.885b23, IA705a18; διατάσεις καὶ κλαυθμοί, of infants, Id.Pol.1336a34: metaph., ἡ εὔνοια… οὐκ ἔχει δ. Id.EN1166b33; ἐν δ. γενομένης τῆς ψυχῆς Plu.Cor.21; ἡ πρὸς τὸν ἥλιον διάτασις, of plants, Iamb. Protr.21.λή.
2 contention, quarrel, εἰς μεγάλην ἐλθεῖν διάτασιν πρός τινα D.S.38/9.2 (s.v.l.).
Spanish (DGE)
διατάσεως, ἡ
• Morfología: [jón. gen. διατάσιος Hp.Morb.1.31]
I acción de extender, extensión en cirug., de un miembro fracturado o dislocado, Hp.Off.15, 16, Art.24, τῶν μερῶν del cuerpo de los atletas y otros, Arist.Pr.885b23, cf. Thphr.Sud.32.
II 1dilatación τῶν φλεβῶν Hp.l.c., cf. Plu.2.624f, κεφαλῆς διατάσεις καὶ ἰλίγγους jaquecas y vértigos Pl.R.407c, διατάσεις καὶ κλαυθμοί gritos y llantos de los niños, Arist.Pol.1336a34, del esófago al pasar el alimento, Arist.PA 664a33, de las ‘moléculas' de los cuerpos, S.E.M.10.44.
2 concr. lo que se extiende a través de ahí en medic. diafragma Hp.Coac.394, δ. φρενῶν Hp.VM 22
•obstrucción vaginal Paul.Aeg.6.72.
III 1tensión διατάσιές τε περὶ ὑποχόνδρια Hp.Coac.471, πρὸς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς καρπούς al correr, Arist.IA 705a18, en el útero Arist.HA 636a32, en el bazo, Archig. en Gal.8.110, αἱ γὰρ ἀνώμαλοι προσβολαὶ καὶ διατάσεις τοῦ πνεύματος ... σπάσματα ποιοῦσιν Plu.2.130d, ἡ τῶν σπαρτῶν δ. Alciphr.4.19.15. ἡ πρὸς τὸν ἥλιον διάτασις = tensión en dirección al sol de algunas plantas, Iambl.Protr.21, τῶν νεύρων Sch.Er.Il.13.705a, 22.324-5c
•fig. esfuerzo, empeño ἡ δ' εὔνοια ... οὐκ ἔχει διάτασιν οὐδ' ὄρεξιν, τῇ φιλήσει δὲ ταῦτ' ἀκολουθεῖ la benevolencia no tiene intensidad ni deseo, y en cambio éstas cosas acompañan al afecto Arist.EN 1166b33, αἱ διατάσεις τοῦ ἄφρονός εἰσιν ἐνύπνια Ph.1.133, ἐν ... διατάσει ... γενομένης τῆς ψυχῆς Plu.Cor.21
•mús. tensión ἡ τοῦ βαρέος τε καὶ ὀξέος διάτασις ref. al sonido, Aristox.Harm.19.2, 20.10.
2 poder, soberanía κατὰ τὴν εἰς αἰθέρα διάτασιν de Zeus, Chrysipp.Stoic.2.305.
French (Bailly abrégé)
διατάσεως (ἡ) :
tension (des muscles), effort ; effort en gén.
Étymologie: διατείνω.
German (Pape)
ἡ, Anspannung; τῶν σπαρτῶν Alciphr. 2.7; Anstrengung, κεφαλῆς Plat. Rep. III.407c; παίδων, neben κλαυθμοί, wie es scheint, vom Anstrengen der Stimme, Arist. Polit. 7.17; vgl. Plut. sanit. tuend. p. 392; τοῦ πνεύματος δ., leidenschaftliche Aufregung, Coriol. 21.
Russian (Dvoretsky)
διάτᾰσις: διατάσεως ἡ
1 растяжение, расширение (ὁ οἰσοφάγος ἔχει διάτασιν εἰσιούσης τῆς τροφῆς Arst.);
2 напряжение, усилие (τῶν μερῶν Arst.; τῆς κεφαλῆς Plat.; κόποι καὶ διατάξεις Plut.);
3 возбужденное состояние (αἱ διατάσεις τῶν παίδων καὶ κλαυθμοί Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάτασις διατάσεως, ἡ [διατείνω] spanning:; κεφαλῆς διάτασις = migraine Plat. Resp. 407c; uitbr. inspanning, intensiteit:. διατάσεις τῶν παίδων luid gekrijs van kinderen Aristot. Pol. 1336a34; ἡ δὲ εὔνοια... οὐκ ἔχει διάτασιν οὐδ’ ὄρεξιν welgezindheid impliceert geen intensiteit of verlangen Aristot. EN 1166b33; ἐν... διατάσει... γενομένης τῆς ψυχῆς omdat de geest in een staat van opwinding verkeert Plut. Cor. 21.2. geneesk. extensie, strekking (van gebroken ledematen);. διάτασις φρενῶν middenrif Hp. VM 22.
Greek (Liddell-Scott)
διάτασις: διατάσεως, ἡ, ἔκτασις, τέντωμα, διαστολή, φρενῶν, πνεύμονος κτλ., Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, κτλ.· τοῦ οἰσοφάγου Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 3. 4· κεφαλῆς διατάσεις καὶ ἰλίγγους Πλάτ. Πολ. 407C. ΙΙ. τάσις, ἔντασις, προσπάθεια, ἐπὶ τῆς φωνῆς, Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 6, Θεόφρ. Ἀποσπ. 9. 32· ἐπὶ ἀθλητῶν καὶ τῶν ὁμοίων, Ἀριστ. Προβλ. 6. 2, Ζ. Π. 3, 4· ὑπὸ τῆς δ. ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 10. 4, 1· μετὰ δ. Πολύβ. 10. 27, 8. ΙΙ. μεταφ., ἔντασις, δύναμις, ἡ εὔνοια… οὐκ ἔχει δ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 5, 1.
Greek Monotonic
διάτᾰσις: διατάσεως, ἡ (διατείνω), έκταση, τέντωμα, διάταση, σε Πλάτ. κ.λπ.
Greek Monolingual
η (AM διάτασις)
έκταση, τέντωμα
νεοελλ.
(για σχοινιά) διάταμα
αρχ.
1. ένταση φωνής
2. εξάπλωση
3. διαστολή, διεύρυνση
4. (για φυτά) μεγέθυνση
5. ροπή, έκταση
6. φιλονικία
7. έντονος αγώνας («αἱ διατάσεις τοῦ πνεύματος ῥήγματα... ποιοῦσιν»)
8. (γυμν.) κάθε κίνηση αργή και ομαλή με την οποία επιτυγχάνεται η τέλεια τάση τών μυών ορισμένου μέλους ή ορισμένων μελών του σώματος
9. ιατρ. η διεύρυνση ενός κοίλου οργάνου του σώματος εξαιτίας άσκησης υπερβολικής πίεσης στο τοίχωμά του από αύξηση, ιδίως, του όγκου του περιεχομένου του ή τοξικής βλάβης τών στοιχείων του τοιχώματός του.