διαπίπτω

English (LSJ)

A fall through, Arist.Cael.313b1.
II fall away, slip away, escape, ἐν τῇ μάχῃ X.HG3.2.4; πρός τινα ib.4.3.18; εἰς τὴν Ἀσπίδα Plb.1.34.11, etc.
2 of reports and rumours, spread abroad, εἰς τὰ στρατεύματα Plu.Galb.22.
3 of time, elapse, Arist.Ath.35.4.
III fall asunder, crumble in pieces, διαπέσοιμι πανταχῇ Ar. Eq.695, cf. Pl.Phd. 80c, Arist.Mete.365b12; burst, of bubbles, Id.Pr. 936b5; rot, LXX Nu.5.21; perish, διέπεσε πᾶσα γενεὰ ἀνδρῶν ib.De. 2.14; to be missing, lost, of moneys, etc., PEleph.21.19 (iii B.C.), etc.; of books, to be imperfect, J.AJ12.2.4.
b of an intermittent pulse, Gal.19.636.
2 of things, turn out ill, be useless, τὸ συκοφάντημα διέπιπτεν αὐτῷ Aeschin.2.39, cf.Plb.5.26.16, PAmh.2.33.26 (ii B.C.), etc.
3 of persons, make mistakes, ἐν τοῖς σημαινομένοις Chrysipp.Stoic.3.33, cf. Phld.Ir.p.73 W.: c. gen., fail of, miss, Epicur. Ep.2p.43U., Phld.Rh.1.49S.; δ. περὶ τῆς δόξης Socr.Ep.22; περὶ τῶν μεγίστων Arr.Epict.2.22.36: abs., err, Phld.Ir.p.91W.; οὐ διαπεσούμεθα Iamb. in Nic.p.63P.; to be cheated, ἐν χρήσει νομίσματος Arr.Epict.1.7.6.
IV ἡ διαπίπτουσα or ὁ τόπος ὁ διαπίπτων, Tophet, LXX Je.19.12,13.

Spanish (DGE)

A c. valor neutro de δια-
I sent. fís. caer c. suj. de cosas ὕδωρ εἰς τὸ τούτου χωρίον διέπεσεν D.55.18, τὰ δὲ στενὰ διαπίπτειν Arist.Cael.313b1, τὸ διαπεπτωκὸς τοῦ διατειχίσματος ᾠκοδόμουν App.Pun.125, ὑπὲρ τέγεος ... θοῷ διέπιπτεν ὀιστῷ Triph.581
fig. de enfermos διαπίπτω ἐπὶ τὸ χεῖρον = empeorar Hp.Praec.7.
II 1c. suj. gener. de pers. errar, equivocarse c. ac. de rel. τὸ ᾗ δυνατὸν ἀνθρώπῳ θεωρῆσαι διαπεπτώκασιν Epicur.Ep.[3] 98, διαπίπτειν τὰς κρίσεις tomar decisiones equivocadas D.S.19.33, c. gen. καὶ τῆς ἀληθ[εία] ς καὶ τῆς κ[ρ] ίσεως τῶν καθηγεμόνων Phld.Rh.2.93Aur., τῆς τοῦ ἐπιτηδεύματος ὀρθότητος Procl.in Alc.47, c. dat. τῷ μὴ πάντα περιωδευκέναι καλῶς τὰ φαινόμενα Phld.Sign.30.30, c. constr. prep. ἐν μὲν τοῖς σημαινομένοις οὐ διαπίπτοντος αὐτοῦ Chrysipp.Stoic.3.33, ἐν αὐτῷ τῷ λέγειν Plu.2.804a, ἐν χρήσει νομίσματος Arr.Epict.1.7.6, ἐν λόγῳ A.D.Synt.37.5, ἐν ταῖς αἰτιολογίαις S.E.P.1.185, κατὰ τοὺς λόγους Phld.Ir.35.35, ὁ ἔλεγχος ... παρὰ χιλιάδας σταδίων φαίνεται διαπίπτων Str.2.1.35, ὁμολογεῖ παρὰ μίαν μοῖραν ... διαπίπτειν Vett.Val.239.27, περὶ τῆς δόξης Socr.Ep.22.2, περὶ τῶν μεγίστων Arr.Epict.2.22.36, c. part. pred. ἀναλόγως ποιοῦντες οὐ διαπεσούμεθα Iambl.in Nic.63, abs., Phld.Ir.45.41, de una pers. διαπίπτων que vive en el error Ph.2.269 (vol.1.215).
2 c. suj. de pers. y gen. perder τῆς σῆς ... φιλίας Aristaenet.2.9.10.
3 c. suj. no de pers. fallar, fracasar, malograrse ὅπως μὴ ἡ ἕψησις διαπέσῃ PCair.Zen.304.4 (III a.C.), οὐθὲν τῶν ὑμῖν συμφερόντων διαπεσεῖται vuestros intereses no se verán perjudicados, PAmh.33.26 (II a.C.), εἰ γὰρ διαπίπτει ἡ μία πληγή ref. al latido que no se produce en un pulso intermitente, Gal.19.636
c. dat. de pers. fallarle a uno τὸ συκοφάντημα ... αὐτῷ Aeschin.2.39, αὐτῷ ἡ ἐπιβολή Plb.5.26.16.
B c. valor local de δια-
I 1desaparecer c. suj. de pers., en cont. de combate, ref. a la huida escabullirse hacia, escapar πρὸς τοὺς ἑαυτῶν X.HG 4.3.18, εἰς τὴν Ἀσπίδα Plb.1.34.11, εἰς Σάμον Plu.2.303d, ἐν τῇ μάχῃ διαπεσόντες X.HG 3.2.4, c. gen. de procedencia, sin ref. a combate τοῦ παραδείσου διέπεσον Gr.Naz.M.35.1060C
gener. perderse de cosas, esp. de ingresos y bienes materiales ἵνα μηθὲν διαπίπτῃ τῷ βασιλεῖ para que el rey no sufra ninguna pérdida, PTeb.772.11 (III a.C.), cf. PEleph.21.19 (III a.C.), συμβήσεται τά τε μελίσσεια ἀπολέσθαι καὶ τὸν φόρον διαπεσεῖν PCair.Zen.467.8 (III a.C.), ἵνα μὴ διαπέσῃ ἡμῖν τ[ο] σαῦτα ἱερεῖα PCair.Zen.310.5, cf. 626.17 (ambos III a.C.)
de las estrellas desaparecer en el horizonte, ponerse, Gp.1.11.9
del tiempo pasar χρόνου διαπεσόντος βραχέος Arist.Ath.35.4.
2 deshacerse en pedazos, desmoronarse, reventar εἰ μή σ' ἀπολήσαιμ' ... διαπέσοιμι πανταχῇ Ar.Eq.695, νεκρὸν ... ᾧ προσήκει διαλύεσθαι καὶ διαπίπτειν Pl.Phd.80c, en v. med. mismo sent. οἶμαι ... διαπεσεῖσθαί σ' αὐτίκα Ar.Ec.1036, (γῆν) ὑπὸ τῶν ὑδάτων ὑπερυγραινομένην διαπίπτειν en los seísmos, Arist.Mete.365b12, πομφόλυγες Arist.Pr.936b5, τὰ ξύλα ... καταρρήγνυται γὰρ καὶ διαπίπτει Thphr.HP 3.8.7
en perf., de objetos materiales estar deteriorado o en mal estado frec. en part. κρατῆρας ἕξ· τούτων εἷς διαπεπτωκώς seis crateras, una de ellas en mal estado, IG 11(2).154A.68 (Delos III a.C.), cf. 199B.79 (Delos II a.C.), λιβανωτίδιον πῶμα οὐκ ἔχον, διαπεπτωκός ID 1443C.17 (II a.C.), τὰ διαπεπτωκότα (συγγράμματα) los libros deteriorados I.AI 12.36.
3 consumirse, morir ὑπὸ νούσου διαπεσεῖν Hp.Ep.11, διέπεσεν πᾶσα γενεὰ ἀνδρῶν LXX De.2.14, cf. 15, δ. τὸν μηρόν σου de una maldición a una mujer, LXX Nu.5.21, cf. 27, ὁ τόπος ὁ διαπίπτων lugar de muerte, lugar de destrucción equiv. al hebr. Tophet, de cierto lugar execrado cerca de Jerusalén, LXX Ie.19.13, cf. 12, κἂν εἰ διαπεσεῖν συμβαίη πόλεως ἔκδικον y si sucediera que el defensor de la ciudad muere Iust.Nou.15.5.1
fig. de palabras perderse οὐ διέπεσεν εἷς λόγος ni una sola palabra (de las que pronunció el Señor) se perdió, e.d. quedó sin cumplirse LXX Io.23.14.
II c. prep. y ac. extenderse, de rumores divulgarse ὅπως ... μηδὲ διαπέσῃ φήμη πρὸς Ἰνδοὺς περὶ τούτων D.S.2.16, τοῦ δὲ λόγου διαπεσόντος εἰς τὰ στρατεύματα Plu.Galb.22.

German (Pape)

[Seite 595] (s. πίπτω), 1) durchfallen, d. i. a) entkommen, ἐν τῇ μάχῃ, Xen. Hell. 3, 2, 3; π ρὸς τοὺς ἑαυτῶν, sich durchschlagen zu den Ihrigen, 4, 3, 11, u. öfter; Pol. 1, 86, 4; auch = verloren gehen, z. B. von Büchern, Sp. – b) sich in seinen Erwartungen betrügen, Unglück haben, Ar. Equ. 692; nach Suid. διαμαρτεῖν τῆς ἐλπίδος; auch absol., sich irren, D. L. 5, 6; mißlingen, τὸ συκοφάντημα αὐτῷ διέπιπτεν Aesch. 2, 39; τὰ κατὰ τὴν βοήθειαν διέπεσε τοῖς βασιλεῦσι Pol. 29, 10; vgl. 5, 26, 6; τὸ βούλευμα, Dion. Hal. 3, 28, u. a. Sp.; auch διαπίπτειν τῆς δόξης, um den Ruhm kommen, Aeschin. Ep. Socr. 22. – 2) zerfallen, καὶ διαλύεσθαι Plat. Phaedr. 80 c. – 3) von einem Gerüchte, sich verbreiten, λόγου διαπεσόντος εἰς τὸ στράτευμα Plut. Galb. 22.

French (Bailly abrégé)

ao.2 διέπεσον, ao. réc. διέπεσα, etc.
I. (διά, çà et là) tomber çà et là :
1 se disperser (dans le combat);
2 se désagréger, se dissoudre;
3 se répandre de tous côtés;
II. (διά, à travers) tomber à travers.
Étymologie: διά, πίπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-πίπτω ontsnappen, ervandoor gaan:; διαπεσεῖν βουλόμενοι πρὸς τοὺς ἑαυτῶν omdat ze naar hun eigen troepen wilden doorstoten Xen. Hell. 4.3.18; overdr.: τοῦ δὲ λόγου διαπεσόντος toen het gerucht zich verspreidde Plut. Galb. 22.10. uiteenvallen:; διαπέσοιμι πανταχῇ moge ik geheel uiteenvallen Aristoph. Eq. 695; ook med.

Russian (Dvoretsky)

διαπίπτω: (aor. διέπεσον)
1 распадаться, рассыпаться, разваливаться (διαλύεσθαι καὶ δ. Plat.; ἡ γῆ ὑπερυγραινομένη διαπίπτει Arst.);
2 падать сквозь (что-л.), проваливаться (τὰ στενὰ διαπίπτει Arst.);
3 разбегаться (ἐν τῇ μάχη Xen.): οἱ διαπεσόντες Plut. дезертиры;
4 прорываться, ускользать, убегать (πρός τινα Xen., Plut. и εἰς τόπον τινά Polyb., Plut.);
5 попадать, распространяться: τοῦ λόγου διαπεσόντος εἰς τὰ στρατεύματα Plut. когда эта весть разнеслась по войскам;
6 ошибаться: ὁ δ᾽ αὐτός φησιν … διαπίπτων Diog. L. он сам ошибочно утверждает, будто …;
7 проваливаться, не удаваться: τὸ συκοφάντημα αὐτῷ διέπιπτεν Aeschin. его донос не имел успеха;
8 терпеть неудачу (διαπέσοιμι πανταχῆ Arph.).

Greek Monolingual

διαπίπτω (AM)
1. πέφτω ανάμεσα
2. (για ενέργειες) ακυρώνομαι, αποβαίνω ανώφελος
αρχ.
1. διαφεύγω, δραπετεύω
2. (για φήμες) διαδίδομαι, εξαπλώνομαι
3. σφάλλω, αποτυγχάνω
4. καταστρέφομαι
5. σαπίζω.

Greek Monotonic

διαπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι,
I. ξεγλιστρώ, εκπίπτω, διαφεύγω, δραπετεύω, σε Ξεν.
2. λέγεται για διαδόσεις και ειδήσεις, διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, στον ίδ.
II. 1. σπάω σε κομμάτια, κομματιάζομαι, τεμαχίζομαι, σε Πλάτ.
2. αποτυγχάνω ολοσχερώς, αποδεικνύομαι εντελώς λάθος, απατώμαι, σφάλλω, σε Αριστοφ., Αισχίν.

Greek (Liddell-Scott)

διαπίπτω: μέλλ. -πεσοῦμαι, πίπτω διὰ μέσου, Ἀριστ. Οὐρ. 4. 6, 2. ΙΙ. διολισθαίνω, φεύγω, διαφεύγω, ἐν τῇ μάχῃ Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 4· πρός τινα αὐτόθι 4. 3, 18· εἰς τόπον Πολύβ. 1. 34, 11, κτλ. 2) ἐπὶ φημῶν καὶ εἰδήσεων, ἐξαπλοῦμαι, κοινολογοῦμαι, εἰς τὸ στράτευμα Πλούτ. Γάλβ. 22. ΙΙΙ. διαλυόμενος καταρρέω, Πλάτ. Φαίδωνι 80C, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 7, 6· διαρρήγνυμαι, ἐπὶ πομφολύγων, ὁ αὐτ. Προβλ. 24. 6· ἐπὶ συγγραμμάτων ἀπολεσθέντων, Φώτ. 2) ἐντελῶς ἀποτυγχάνω, σφάλλομαι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 695· ἐπὶ πράγματος, ἀποβαίνω κακῶς, ἀποδείκνυμαι ἄχρηστος, ἀνωφελής, τὸ συκοφάντημα διέπιπτεν αὐτῷ Αἰσχίν. 33. 19, πρβλ. Πολύβ. 5. 26, 16, κτλ.· δ. τῆς δόξης, διαψεύδεται ἡ γνώμη μου, Ἐπ. Σωκρ. 22· περί τινος Ἀρρ. Ἐπικτ. 2. 22, 36.

Middle Liddell

fut. -πεσοῦμαι
I. to fall away, slip away, escape, Xen.
2. of reports and rumours, to spread abroad, Xen.
II. to fall asunder, crumble in pieces, Plat.
2. to fail utterly, go quite wrong, Ar., Aeschin.