εἰρηνικός

English (LSJ)

εἰρηνική, εἰρηνικόν,
A of peace or for peace, λόγων εἰρηνικώτατος Isoc.5.3; χρεία Arist.Pol.1254b32; θυσίαι peace offerings, LXX 1 Ki.11.15, al.; ἄγγελοι καὶ δαίμονες Herm. ap. Stob.1.49.45.
2 of peace or in peace, peaceful, βίος, πρᾶξις, etc., Pl.Lg.829a, R.399b, etc.; ἐπιστῆμαι X.Oec.1.17: Sup., Ph. 2.634. Adv. εἰρηνικῶς = peaceably, peacefully, opp. πολεμικῶς, Isoc.5.46, Phld.Hom. p.45 O., etc.: Comp. εἰρηνικώτερον Luc.Fug.5.
3 peaceable, peaceful, of persons, Isoc.2.24.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1de paz, propio de la paz o del tiempo de paz de cosas y abstr., frec. op. πολεμικός: χρεία εἰ. las ocupaciones de la paz Arist.Pol.1254b32, πρᾶξις Pl.R.399b, ἐν ἱεραῖς τε καὶ εἰρηνικαῖς συνουσίαις en las asambleas religiosas y los congresos de paz Pl.Lg.950e, cf. D.C.56.18.2, θυσίαι εἰρηνικαί sacrificios en tiempo de paz Pl.Lg.949d, cf. LXX 1Re.11.15, I.AI 7.333, ἐπιστῆμαι X.Oec.1.17, αὕτη μὲν οῦν ὑμῖν εἰ. τῶν νόμων κατὰ τὴν πολιτείαν διάταξις I.AI 4.292, καταστάσεις Ptol.Tetr.2.9.9, τέρψις εἰ. los placeres de la paz Longus 2.25.2, παρασκευαί Iambl.Comm.Math.22, δημιουργοὶ παντοίας τέχνης καὶ εἰρηνικῆς καὶ πολεμικῆς D.C.67.7.4, ἐσθής D.C.41.17.1
subst. plu. τὰ εἰρηνικά los asuntos de la paz, la paz ref. a funcionarios de policía ὁ τὰ εἰρηνικὰ ἐνπεπιστευμένος PSakaon 44.15 (IV d.C.), τῶν εἰρηνικῶν τὴν φροντίδα ἀναδεδομένοι POxy.1033.5 (IV d.C.) en BL 6.100, τριβοῦνος τῶν εἰρηνικῶν PMasp.56.2.2, 58.1.12 (ambos VI d.C.).
2 partidario de la paz, inclinado a la paz, pacífico de pers., pueblos o colect. οὐκ εἰ. ἔσθ' Ar.Ra.715 (c. doble sent., cf. 3), ἢν οὖν ... ὑμᾶς αὐτοὺς παράσχητε πολεμικοὺς μὲν ὄντας ταῖς μελέταις ..., εἰρηνικοὺς δὲ τῷ μηδὲν παρὰ τὸ δίκαιον πράττειν Isoc.8.136, cf. 2.24, οἱ ἄνθρωποι οὗτοι εἰρηνικοί εἰσιν μεθ' ἡμῶν LXX Ge.34.21, ἦν μὲν οὖν ἡ Αἴγυπτος εἰ. Str.17.1.53, ἔθνη Str.12.7.2, cf. 14.2.24, Peripl.M.Rubri 8, ἄγγελοι καὶ δαίμονες op. πολεμικόςbelicosoCorp.Herm.Fr.24.6, φίλιοι μὲν ἥκοντες καὶ εἰρηνικὰ διαγγέλλοντες Hld.9.5.9, en titulaturas imperiales PNess.29.1 (VI d.C.), TM 5.1973.375 (Chipre VI d.C.)
neutr. plu. como adv. τὸν μὲν δῆμον ἀπέφηναν εἰρηνικὰ φρονοῦντα declararon que el pueblo tenía propósitos pacíficos I.BI 2.302, cf. 4.84, Plu.Alc.30, οἱ εἰρηνικὰ Ῥωμαίοις φρονοῦντες los partidarios de la paz con los romanos I.BI 5.30.
3 pacífico, apacible, tranquilo de pers. o ref. pers., ref. el carácter o la actitud, frec. como cualidad moral τῆς ἀρετῆς εἰρηνικωτάτην φύσιν ἐχούσης Ph.2.16, de los crist. ἡμεῖς δὲ τὸ εἰ. γένος Clem.Al.Paed.2.2.32, cf. Ep.Iac.3.17
neutr. como adv. del perro Cerbero τοὺς μὲν ἀφικνουμένους φίλιόν τι καὶ εἰρηνικὸν προσβλέπων Luc.Luct.4
de abstr. βίος εἰ. de una ciu., op. πολεμικός Pl.Lg.829a, ἠρεμαῖον δὲ καὶ ἡσυχάζοντα καὶ σταθερὸν ἔτι δὲ καὶ εἰρηνικὸν βίον Ph.2.5, cf. Ael.VH 12.2, POxy.129.8 (VI d.C.), ἐρρωμένην σε ὁ κύριος διαφυλάττοι μακροῖς καὶ εἰρηνικοῖς χρόνοις PBouriant.25.17 (IV d.C., cf. BL 2(2).35), ἀνάπαυσις Ph.1.647, οἰόμενος ἐκτελέσαι μετὰ σοῦ εἰρηνικὸν σεμνὸν συνοικέσιον PMasp.153.10, cf. 311.13 (ambos VI d.C.), διάθεσις PMasp.310re.1 (VI d.C.)
pacífico, amistoso, leal en los LXX εἰρηνικοί ἐσμεν, οὔκ ἐσμεν κατάσκοποι LXX Ge.42.31, ἄνδρες εἰρηνικοί σου tus amigos LXX Ie.45.22, τῷ πλησίον αὐτῷ λαλεῖ εἰρηνικὰ καὶ ἐν ἑαυτῷ ἔχει τὴν ἔχθραν LXX Ie.9.8, cf. Ge.37.4
fig. suave, tranquilo εἰ. ὑετός op. λαῦρος Origenes M.17.241D.
4 que produce paz, que trae la paz, pacífico frec. de palabras o escritos ὃν δ' ὑπελάμβανον τῶν λόγων εἰρηνικώτατον εἶναι aquel argumento que juzgué más apto para conducir a la paz Isoc.5.3, ἀπέστειλα πρέσβεις ... λόγοις εἰρηνικοῖς envié embajadores con palabras de paz LXX De.2.26, cf. Mi.7.3, ἀπέπεμψεν αὐτὸν μετὰ ἐπιστολῶν εἰρηνικῶν Vit.Aesop.G 123, (καρπὸς εἰ.) δικαιοσύνης Ep.Hebr.12.11
crist., ref. a cartas de presentación γράμμα εἰρηνικόν carta de paz Basil.Ep.203.4, Arsen.Hyps.Ep.69.2
subst. τὸ εἰ. carta de paz τοῖς εἰρηνικοῖς παρέρχεσθαι Ath.Al.H.Ar.26.5, cf. CAnt.(341) Can.7, 8, CChalc.(451) Can.11.
II adv. εἰρηνικῶς
1 de modo propio de la paz τὸ στράτευμα ἠκολούθει αὐτῷ εἰ. εἰς δύο el ejército le seguía en formación de paz en columna de a dos X.HG 3.1.22.
2 con actitud pacífica, pacíficamente εἴτ' εἰρηνικῶς εἴτε πολεμικῶς αἱ πόλεις αὗται πρὸς ἀλλήλας ἔχουσι Isoc.5.46, cf. Plu.Phoc.16, A. πρὸς ἀμυγδάλας δὲ πῶς ἔχεις; B. εἰ. A. ¿y cómo te llevas con las almendras? B. estupendamente Antiph.138.2, ἧκεν εἰ. εἰς Τάραντα llegó a Tarento con propósitos pacíficos Plu.Ant.35.
3 en paz, tranquilamente σὺ ἄπει εἰ. Philostr.VA 7.17, εἰρηνικώτερον ξυμπολιτεύειν Luc.Fug.5.

German (Pape)

[Seite 735] den Frieden betreffend, friedlich; λόγος εἰρηνικώτατος Isocr. 5, 3; Gegensatz πολεμικός 2, 24; ἐπιστῆμαι Xen. Oec. 1, 17; ὄρχησις Plat. Legg. VII, 814 e. – Adv., ἔχειν πρός τι, Antiphan. Ath. XIV, 641 f.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la paix, de paix;
NT: pacifique ; porteur de paix.
Étymologie: εἰρήνη.

Russian (Dvoretsky)

εἰρηνικός: мирный, миролюбивый (λόγος Isocr.; ἐπιστῆμαι Xen.; χρεία Arst., Plut.): τελευτῆς τυχεῖν εἰρηνικῆς Plut. тихо скончаться.

Greek (Liddell-Scott)

εἰρηνικός: -ή, -όν, ὁ συντελῶν πρὸς εἰρήνευσιν, ὃν δ’ ὑπελάμβανον τῶν λόγων εἰρηνικώτατον εἶναι, περὶ τοῦτον διέτριβον Ἰσοκρ. 82C· ὁ ἐν εἰρήνῃ, εἰρηνικὴ χρεία ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν πολεμικήν, Ἀριστ. Πολιτ. Βιβλ. Α΄, κ. β΄, 14, ἔκδ. Κοραῆ. 2) ἀνήκων εἰς τὴν εἰρήνην, ἐν εἰρήνῃ, εἰρηνικὸς, βίος, πρᾶξις ἔργα κτλ., Πλάτ. Νόμ. 829Α, κ. ἀλλ. 3) ὡς οὐσ. (α΄) ἡ εἰρηνικὴ (ἐνν. ἐπιστολή), τὸ εἰρηνικὸν (ἐνν. γράμμα) ἐπιστολαὶ ἀποστελλόμεναι κατὰ σπουδαίας τινὰς περιστάσεις ὑπὸ Πατριαρχῶν ἢ Ἀρχιερέων· (β΄) τὰ εἰρηνικά, ἅτινα λέγονται καὶ διακονικὰ ἢ ἡ συναπτή· ἀπαγγέλλονται δὲ ὑπὸ τοῦ διακόνου, ἀρχόμενα οὕτως: «Ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν» - εἰρηνικὰ τὰ δεύτερα ἀρχόμενα: «Ἔτι καὶ ἔτι ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν» Ι. Χρυσ. Ι. 614C, Ψευδο-Χρυσ. ΧΙΙ, 782D: - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀντίθετον τῷ πολεμικῶς, Ἰσοκρ. 91C, Ξεν. Οἰκ. 1. 17, κτλ.

English (Strong)

from εἰρήνη; pacific; by implication, salutary: peaceable.

English (Thayer)

εἰρηνική, εἰρηνικόν,
1. relating to peace:ἐπίστημαι, the arts of peace, Xenophon, oec. 1,17; ἔργα, ibid. 6,1; χρειαι, Diodorus 5,31; often in 1Maccabees (105-63 B.C.>).
2. peaceable, pacific, loving peace: Plato, Isocrates, others; the Sept.).
3. bringing peace with it, peaceful, salutary, (see εἰρήνη, 3): Hebrews 12:11.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM εἰρηνικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ειρήνη («ειρηνική περίοδος», «ειρηνικός βίος», «ειρηνικά έργα», «... εἰρηνικὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς ἡμῶν»)
2. όποιος συντελεί στην ειρήνη ή στην ειρήνευση («ειρηνικές προσπάθειες»)
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εἰρηνικάσυναπτή)
προτροπές του διακόνου ή του ιερέα προς τους πιστούς να προσευχηθούν με συγκεκριμένα αιτήματα προς τον Θεό (προτάσσεται η φράση: «ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν»)
4. φρ. ἡ εἰρηνική (επιστολή), τὸ εἰρηνικόν (γράμμα), τὰ εἰρηνικά (γράμματα)
επιστολές μεταξύ πατριαρχών και άλλων αρχιερέων σε σπουδαίες περιστάσεις ή έγγραφη χορήγηση άδειας από αρχιερέα σε κληρικό που μεταβαίνει σε άλλη επισκοπή
νεοελλ.
χωρίς πόλεμο, διένεξη ή δικαστική διαμάχη («ειρηνική επίλυση διαφορών»)
μσν.
(για τον καιρό) γαλήνιος, ήσυχος.

Greek Monotonic

εἰρηνικός: -ή, -όν, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ειρήνη, φιλήσυχος, σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ. -κῶς, ειρηνικά, σε Ξεν.

Middle Liddell

of or for peace, peaceful, Plat., etc.: adv. -κῶς, peaceably, Xen.

Chinese

原文音譯:e„rhnikÒj 誒雷你可士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:和平的
字義溯源:平安的,和平的;源自(εἰρήνη)*=平安,和平)
出現次數:總共(2);來(1);雅(1)
譯字彙編
1) 和平(1) 雅3:17;
2) 平安(1) 來12:11

English (Woodhouse)

concerning peace, of peace

Translations

Arabic: سِلْمِيّ‎; Armenian: խաղաղ; Azerbaijani: dinc; Belarusian: спакойны, мі́рны, ці́хі; Bulgarian: мирен, спокоен, тих; Catalan: pacífic; Chinese Mandarin: 平安; Czech: pokojný; Dutch: vredevol, vredig, vreedzaam; Esperanto: paca; Finnish: rauhallinen, rauhanomainen; French: paisible; Galician: pacífico; German: friedlich; Hebrew: שָׁקֵט‎; Hindi: शांत; Hungarian: békés; Irish: suaimhneach; Italian: pacifico; Japanese: 平和な; Korean: 평화롭다; Latin: pacatus; Macedonian: мирен; Malay: damai, aman; Maori: mārie, aumārire, houkura; Norman: paisibl'ye; Occitan: pacific; Old English: friþsum; Plautdietsch: frädlich; Polish: pokojowy; Portuguese: pacífico; Russian: мирный, спокойный, тихий; Serbo-Croatian Cyrillic: миран; Roman: míran; Slovak: pokojný; Slovene: miren; Spanish: pacífico; Turkish: barışta, sulhta; Ukrainian: мирний, спокі́йний, тихий; Vietnamese: hòa bình; Walloon: påjhûle, påjhire; Yiddish: שלומדיק‎