καταδεής

English (LSJ)

(A), ές, (καταδέω B)
A wanting in, lacking, c. gen., Χρημάτων κ. ἀγγήϊα Hdt.2.121.β: abs., of persons, needy, v.l. for ἐπιδεής, D.10.36; κ. τάφος a sorry, shabby burial, Pl.Lg.719e; κ. τὴν ἡλικίαν under age, POxy.54.2 (iii A. D.).
2 more freq. in Comp., καταδεέστερος weaker, inferior, Isoc.2.7, D.27.2, Phld.Piet.7, etc.; καταδεέστερός τινος τῷ τάχει, πρὸς τὸ φρονεῖν, Isoc.3.5,5.18, cf. Thphr. Char.Prooem.3.
II Adv. καταδεῶς, mostly in Comp., καταδεέστερον Isoc.5.84, 6.67; -τέρως Id.12.37; -τέρως ἔχειν περί τι to be very ill off in a thing, D.48.55; τῶν ἀντιδίκων -τέρως ἔχειν πρὸς τὸ λέγειν Arist. Rh.Al.1442a16.

(B), ές, (καταδείδω) timid, ἵππος Poll.1.197, cf. 3.136. Adv. καταδεῶς ib.137.

German (Pape)

[Seite 1345] ές (δεῖ), dem Etwas fehlt, mangelhaft, bes. dürftig; φειδωλὸς καὶ πένης ἀνὴρ τὸν καταδεᾶ τάφον ἐπαινοίη Plat. Legg. IV, 719 e; Dem. setzt die καταδεεῖς den εὔποροι entgegen, 10, 36. – Häufiger im compar., an Größe, Werth nachstehend, geringer, πολὺ καταδεεστέραν τὴν δόξαν τῆς ἐλπίδος ἔλαβεν, geringer als er erwartet hatte, Isocr. 2, 7; καταδεέστερος ἄλλων ῥώμῃ 3, 5; καταδεέστερός τινος πρὸς τὸ φρονεῖν 5, 18, καταδεέστερος τούτων ὤν Dem. 27, 2; Pol. 2, 35, 2, früher ἀποδ.; einzeln bei Sp. ές, sehr furchtsam, Poll. 3, 136.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui manque de, gén. ; abs. pauvre, indigent;
2 au Cp. καταδεέστερος inférieur à : τινος, à qqn ; πρός τι, en qch, pour qch.
Étymologie: καταδέω².

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταδεής -ές [καταδέω 2] met een gebrek aan, zonder, met gen.:; χρημάτων καταδεᾶ τὰ ἀγγήια de kisten waren zonder kostbaarheden Hdt. 2.121β1; abs. (ook van pers.) arm, behoeftig. vaak in comp. καταδεέστερος gebrekkiger, zwakker:; ἐνόμιζεν αὑτὸν εἶναί τινος πρὸς τὸ φρονεῖν καταδεέστερον hij meende zelf in intelligentie zwakker te zijn dan een ander Isocr. 5.18; n. adv. comp. καταδεέστερον:. μή... πολὺ καταδεέστερον τύχω διαλεχθείς (ik vrees) dat ik veel gebrekkiger blijk te hebben gesproken Isocr. 5.84.

Russian (Dvoretsky)

καταδεής: (acc. sing. καταδεᾶ, nom. pl. καταδεεῖς)
1 недостаточный, неполный: τῶν χρημάτων καταδεᾶ τὰ ἀγγήϊα Her. сосуды, в которых недоставало сокровищ;
2 нуждающийся, неимущий, бедный (καταδεεῖς καὶ εὔποροι Dem.);
3 бедный, скудный (τάφος Plat.);
4 compar. более слабый, уступающий: καταδεέστερός τινός τινι и πρός τι Isocr. слабее кого-л. в каком-л. отношении.

Greek (Liddell-Scott)

καταδεής: -ές, (καταδέω) ἐλλιπὴς ἔν τινι, στερούμενός τινος, τινος Ἡρόδ. 2. 121, 2· ἀπολ., ἐπὶ προσώπων, ἐνδεής, πένης, Δημ. 141. 1· κ. τάφος, πενιχρὰ ταφή, Πλάτ. Νόμ. 719Ε. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ Συγκρ., καταδεέστερος, ὑποδεέστερος, κατώτερος, Ἰσοκρ. 16Β, 294Β, Δημ., κτλ.· καταδεέστερός τινος τῷ τάχει, πρὸς τὸ φρονεῖν Ἰσοκρ. 27D. 86A. ΙΙ. Ἐπίρρ. -δεῶς, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ Συγκρ. καταδεέστερον, Ἰσοκρ. 99Α, 130Α, 240C, κτλ.· ὡσαύτως, καταδεστέρως ἔχειν περί τι Δημ. 1182, ἐν τέλ.

Greek Monolingual

(I)
καταδεής, -ές (AM)
πενιχρός, φτωχικός («φειδωλὸς δ' αὖτις καὶ πένης ἀνὴρ τὸν καταδεᾱ τάφον ἐπαινοίη», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτός που στερείται κάτι, ο ελλιπής («θωυμάσαι ἰδόντα τῶν χρημάτων καταδεᾱ τὰ ἀγγήϊα», Ηρόδ.)
2. φτωχόςὑπέρ τῶν κεκτημένων τὰς οὐσίας πρὸς τοὺς καταδεεῖς», Δημοσθ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταδεές
η κατωτερότητα, η μειονεκτικότητα
4. (ουγκρ.) καταδεέστερος, -έρα, -ον
υποδεέστερος.
επίρρ...
καταδεῶς (Α)
1. ελιππώς, ελαττωματικά
2. φρ. «καταδεεστέρως ἔχω» — είμαι κατώτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -δεής (< δέω[Ι] «έχω έλλειψη, στερούμαι»), πρβλ. αποδεής, ενδεής].
(II)
καταδεής, -ές (Α)
αυτός που φοβάται πολύ, ο πολύ δειλός
επίρρ...
καταδεῶς (Α)
με μεγάλη δειλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -δεής (< δέος «φόβος»), πρβλ. αμφιδεής, περιδεής].

Greek Monotonic

καταδεής: -ές (καταδέω Β),
I. 1. αυτός που έχει ανάγκη, στερημένος ενός πράγματος, με γεν., σε Ηρόδ.· απόλ., ενδεής, άπορος, σε Δημ.
2. συγκρ. καταδεέστερος, υποδεέστερος, κατώτερος, στον ίδ. κ.λπ.
II. επίρρ. -δεῶς, κυρίως στον συγκρ., καταδεεστέρως ἔχειν περί τι, είμαι κατώτερος σε κάτι, στον ίδ.

Middle Liddell

καταδεής, ές [καταδέω2]
I. wanting or failing in, lacking a thing, c. gen., Hdt.: absol., needy, Dem.
2. comp. καταδεέστερος, weaker, inferior, Dem., etc.
II. adv. -δεῶς, mostly in comp., καταδεεστέρως ἔχειν περί τι to be very ill off in a thing, Dem.