κλίση

Greek Monolingual

η (AM κλίσις) κλίνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κλίνω, η κάμψη, η πλάγια θέση (α. «τα νερά κυλούν εύκολα προς τα κάτω γιατί το έδαφος έχει μεγάλη κλίση» β. «κλίσει τραχήλου», Πλούτ.)
2. αλλαγή θέσης ή κατεύθυνσης, στροφή (α. «κλίση προς τα δεξιά» β. «ἐπί δόρυ ποιούμενοι τὴν κλίσιν», Πολ.)
3. γραμμ. ο σχηματισμός κλιτού μέρους του λόγου στους διάφορους τύπους του
νεοελλ.
1. αστρον. η γωνία που σχηματίζει το επίπεδο τροχιάς ενός ουράνιου σώματος ή ενός διαστημοπλοίου ή τεχνητού δορυφόρου με ένα επίπεδο αναφοράς
2. γεωλ. η αντίστοιχη της δίεδρης γωνία που σχηματίζεται από το επίπεδο μιας γεωλογικής επιφάνειας και το οριζόντιο επίπεδο
3. (δημόσια έργα) η υψομετρική διαφορά δύο σημείων που βρίσκονται σε ορισμένη οριζόντια απόσταση
4. (ηλεκτρον.) μέγεθος με το οποίο μετριέται η επίδραση που ασκεί η μεταβολή της τάσης εισόδου ενός ενισχυτικού στοιχείου πάνω στην ένταση εξόδου του στοιχείου
5. βιολ. οι διαβαθμισμένες σειρές χαρακτηριστικών που παρουσιάζονται σε ένα είδος ή σε άλλη σχετική ομάδα οργανισμών
6. φυσική τάση, έφεση, ροπή («από μικρή είχε κλίση στα μαθηματικά»)
7. φρ. (γεωμ.) α) «κλίση ευθείας» — η γωνία την οποία σχηματίζει η ευθεία με την προβολή της στον ορίζοντα
β) «κλίση επιπέδου» — η γωνία την οποία σχηματίζει το επίπεδο με τον ορίζοντα
αρχ.
1. η δύση του Ηλίου
2. καμπή ποταμού ή σήραγγας
3. κατάκλιση, ανάπαυσηδύστηνος ἐγὼ τῆς βαρυδαίμονος ἄρθρων κλίσεως, ὡς διάκειμαι», Ευρ.)
4. τόπος για κατάκλιση ή τρόπος κατάκλισης (α. «μαλακὴ κλίσις ὕπνον ἑλέσθαι», Οππ.)
5. γραμμ. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) ρηματική αύξηση.