κλητός
English (LSJ)
κλητή, κλητόν,
A invited, Aeschin.2.162, etc.; welcome, Od.17.386.
2 called out, chosen, Il.9.165.
3 invoked, Anon. ap. Suid.
4 summoned to court, PAmh.2.79.5 (ii A.D.).
II Subst. κλητή (sc. ἐκκλησία), ἡ, convocation, LXX Ex.12.16, Le.23.2 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1452] adj. verb. zu καλέω, gerufen, herbeigerufen, eingeladen, daher willkommen, Od. 17, 386; erlesen, Il. 9, 165; auch in Prosa nicht selten; auch = vor Gericht gefordert, vorgeladen.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
appelé, càd :
1 convié, invité ; bienvenu;
2 convoqué ou appelé nominativement, càd choisi.
Étymologie: adj. verb. de καλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλητός -ή -όν [καλέω] uitgenodigd:. οὗτοι γὰρ κλητοί γε... ἐπ’ ἀπείρονα γαῖαν want zij zijn graag geziene gasten op de onmetelijke aarde Od. 17.386. uitgekozen:. κλητοὺς ὀτρύνομεν laten we uitgekozen mannen op weg sturen Il. 9.165. christ. geroepen:. πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί want velen zijn geroepen, maar weinigen uitverkoren NT Mt. 22.14.
Russian (Dvoretsky)
κλητός:
1 избранный (sc. ἄνδρες Hom.);
2 приглашенный, званый (ἀοιδός Hom.): πολλοί εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί погов. NT много званных, да мало избранных.
English (Autenrieth)
English (Strong)
from the same as κλῆσις; invited, i.e. appointed, or (specially), a saint: called.
English (Thayer)
κλητή, κλητον (κλαέω) (from Homer down), called, invited (to a banquet (Aeschines 50,1); in the N.T.
a. "invited (by God in the proclamation of the gospel) to obtain eternal salvation in the kingdom of God through Christ" (see καλέω, 1b. β'. (cf. Winer's Grammar, 35 (34))): κλητοί καί ἐκλεκτοί καί πιστοί, κλητοί and ἐκλεκτοί are distinguished (see ἐκλεκτός, 1a.) in T WH omit; Tr brackets the clause); καλέω, as above; (Weiss, Biblical Theol. § 88; Lightfoot's Commentary on κλητοί Ἰησοῦ Χριστοῦ, genitive of possessor (Winer's Grammar, 195 (183); Buttmann, § 132,23), devoted to Christ and united to him, κλητοί ἅγιοι, "holy (or 'saints') by the calling of God," called to (the discharge of) some office: κλητός ἀπόστολος, i. e. divinely selected and appointed (see καλέω, as above), L brackets κλητός); cf. Galatians 1:15.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κλητός, -ή, -όν)
προσκεκλημένος, καλεσμένος («πολλοὶ γὰρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί», ΚΔ)
αρχ.
1. ευπρόσδεκτος («οὗτοι γὰρ κλητοί γε βροτῶν ἐπ' ἀπείρονα γαῖαν», Ομ. Οδ.)
2. περιζήτητος, σπουδαίος, εκλεκτός
3. αυτός που έχει κλητευθεί στο δικαστήριο
4. αυτός τον οποίο επικαλείται κάποιος
5. το θηλ. ως ουσ. ἡ κλητή
(ενν. ἐκκλησία) η συνεδρίαση, η συνέλευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλη- (πρβλ. ἐ-κλη-θην, παθ. αόρ. του καλῶ) + κατάλ. -τός].
Greek Monotonic
κλητός: -ή, -όν (καλέω),
1. προσκεκλημένος, καλεσμένος, ευπρόσδεκτος, σε Ομήρ. Οδ.
2. εκλεκτός, επίλεκτος, σε Ομήρ. Ιλ.
Greek (Liddell-Scott)
κλητός: -ή, -όν, κεκλημένος, προσκεκλημένος, Αἰσχίν. 50. 1. κτλ.· εὐπρόσδεκτος, Ὀδ. Ρ. 386. 2) ἐκλεκτός, Ἰλ. Ι. 165. 3) ὃν ἐπικαλεῖταί τις, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.
Middle Liddell
κλητός, ή, όν καλέω
1. called, invited, welcome, Od.
2. called out, chosen, Il.
Chinese
原文音譯:klhtÒj 克累拖士
詞類次數:形容詞(11)
原文字根:召的 相當於: (קָרָא)
字義溯源:被邀請的,被召出來,被選上的,被指派的,蒙召,被召;源自(κλῆσις)=邀請);而 (κλῆσις)出自(καλέω)=召), (καλέω)出自(κελεύω)=激勵), (κελεύω)出自(κελεύω)X*=力言)。這呼召有三方面可以強調:
1)呼召者乃是神;神在基督耶穌裏發出呼召
2)被召的,乃是那些順從呼召的人( 太22:14)
3)蒙召的,乃是基督徒或使徒的真正同義字
出現次數:總共(11);太(2);羅(4);林前(3);猶(1);啓(1)
譯字彙編:
1) 蒙召的(5) 羅1:1; 羅1:7; 林前1:2; 林前1:24; 啓17:14;
2) 蒙召(2) 羅8:28; 猶1:1;
3) 蒙召⋯的人(1) 羅1:6;
4) 蒙召為(1) 林前1:1;
5) 被召的人(1) 太22:14;
6) 被召的(1) 太20:16
Translations
welcome
Armenian: ցանկալի, հաճելի, սպասված; Asturian: bienveníu; Basque: ongi etorri; Bengali: এস্তেকবাল; Bulgarian: желан, добре дошъл; Catalan: benvingut; Corsican: benvenutu,benvenuta; Czech: vítaný; Danish: velkommen, kærkommen; Dutch: welkom, welkome, graag gezien; Esperanto: bonvena; Finnish: tervetullut; French: bienvenu; Galician: benvido, benvindo; German: willkommen; Greek: ευπρόσδεκτος; Ancient Greek: ἀποδεκτός, ἀσπάσιος, ἀσπαστός, δεκτός, δόκιμος, ἐρατεινός, εὐάρεστος, κλητός, φίλος; Hebrew: ברוך הבא; Hungarian: szívesen látott, kellemes; Icelandic: velkominn; Indonesian: selamat datang; Interlingua: benvenite; Italian: benvenuto; Japanese: 歓迎すべき; Korean: 환영; Kwak'wala: ǥilakas'la; Latin: volens, acceptus, amicus; Macedonian: добредојден; Maltese: merħba; Norman: byinvenûn, beinv'nu; Norwegian Bokmål: kjærkommen, velkommen; Nynorsk: kjærkommen, kjærkomen, velkomen, velkommen; Occitan: benvengut; Polish: mile widziany; Portuguese: bem-vindo; Romanian: binevenit; Russian: желанный; Scots: walcum; Serbo-Croatian: željan, željna, željni, željno, poželjan, poželjna, poželjni, poželjno; Slovene: dobrodošel, dobrodošla; Sorbian Lower Sorbian: witany; Spanish: bienvenido, agradable; Swedish: välkommen; Tagalog: mabuhay; Thai: ยินดีต้อนรับ; Tigrinya: እንቋዕ ብደሐን መጻእካ, እንቋዕ ብደሐን መጻእኪ, እንቋዕ ብደሓን መጻእኩም, እንቋዕ ብደሓን መጻእክን; Turkish: hoş geldiniz, hoş geldin sg; Vietnamese: được hoan nghênh; Volapük: vekömik, benokömö; Welsh: i'w groesawu, i 'w chroesawu, i 'w croesawu; West Frisian: wolkom