περιούσιος
English (LSJ)
περιούσιον,
A having more than enough, wealthy, Hsch.; dub. sens. in PGen.11.17 (iv A. D.).
II especial, peculiar, λαός LXX Ex.19.5,al., Ep.Tit.2.14.
German (Pape)
[Seite 585] vermögend, reich, überflüssig, ausgezeichnet, vorzüglich, Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
élu, choisi;
NT: qui appartient seulement à quelqu'un.
Étymologie: περί, οὐσία.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιούσιος -ον [περιουσία] uitverkoren.
Russian (Dvoretsky)
περιούσιος: выдающийся, необыкновенный (λαός NT).
Greek (Liddell-Scott)
περιούσιος: -ον, «πλούσιος. πολὺς» Ἡσύχ. ΙΙ. ἰδιαίτερος, ἐκλεκτός, ἵνα καθαρίσῃ ἑαυτῷ λαὸν περιούσιον Ἐπιστ. πρ. Τιμ. β΄, 14, ἔνθα Ἰω. ὁ Χρυσ. ἑρμηνεύει: «λαὸν ἐξειλεγμένον, οὐδὲν ἔχοντα κοινὸν πρὸς τοὺς λοιπούς».
English (Strong)
from the present participle feminine of a compound of περί and εἰμί; being beyond usual, i.e. special (one's own): peculiar.
English (Thayer)
περιούσιον (from περιων, περιουσα, participle of the verb περίειμι, to be over and above — see ἐπιούσιος; hence, περιουσία, abundance, plenty; riches, wealth, property), that which is one's own, belongs to one's possessions: λαός περιούσιος, a people selected by God from the other nations for his own possession, Clement of Rome, 1 Corinthians 64 [ET]; in the Sept. for סְגֶלָּה עַם (Lightfoot 'Fresh Revision' etc. Appendix ii.)
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
ξεχωριστός, εκλεκτός, αγαπητός («λαὸς περιούσιος ἀπὸ πάντων τῶν ἐθνῶν», ΠΔ)
αρχ.
αυτός που έχει περιουσία, ευκατάστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -ούσιος (< οὐσία), πρβλ. επιούσιος].
Greek Monotonic
περιούσιος: -ον, αυτός που έχει περισσότερα από αρκετά, πλούσιος· ιδίως, εκλεκτός, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
περιούσιος, ον, [from περιουσία
having more than enough: especial, peculiar, NTest.
Chinese
原文音譯:perioÚsioj 胚里-烏西哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:周圍-是著 相當於: (סְגֻלָּה)
字義溯源:超過通常的,特殊的,特作,自己的,揀選的,所選的財寶,貴重的財產;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(εἰμί)*=是)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊),而 (πέραν)出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);多(1)
譯字彙編:
1) 特作(1) 多2:14