σκοτίζω
English (LSJ)
make dark, τὸν θεὸν τὸν φωτίζοντα καὶ σκοτίζοντα τὸν κόσμον Tab.Defix.Aud.242.13 (Carthage, iii A.D.); get in the light of, ἐνέργειαν Gal.18(2).698: metaph., λαβὼν δισσὰς ἐσκότισας χάριτας Ἀρχ.Δελτ. 11.57 (Larissa), cf. D.H.Th.33, Them.Or.11.153a; stupefy, σκορπίους Dsc.Eup.2.133:—Pass., to be darkened, Plu.2.1120e; to be blinded, σκοτισθήτωσαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν LXX Ps.68(69).24; τῇ διανοίᾳ Ep.Eph.4.18 (v.l.); χολῇ τὰς φρένας Tz.H.8.929; to be dizzy, Aesop.247b.
German (Pape)
[Seite 905] finster, dunkel machen, Plut. adv. Colot. 24.
French (Bailly abrégé)
couvrir de ténèbres;
NT: couvrir de ténèbres ; (Pass.) s'obscurcir ; plonger dans les ténèbres
σκότος.
Étymologie: σκότος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκοτίζω [σκότος] aor. pass. ἐσκοτίσθην; fut. pass. σκοτισθήσομαι; alleen pass.: verduisterd worden (bijv. van de zon); ook overdr.. ἐσκοτίσθη ἡ ἀσύνετος αὐτῶν καρδία hun onverstandig hart is verduisterd NT Rom. 1.21.
Russian (Dvoretsky)
σκοτίζω: покрывать тьмой, pass. становиться темным, помрачаться, меркнуть Plut., NT.
English (Strong)
from σκότος; to obscure (literally or figuratively): darken.
English (Thayer)
passive, perfect participle ἐσκοτισμενος (R G); 1st aorist ἐσκοτίσθην; 1future σκοτισθήσομαι; (σκότος); to cover with darkness, to darken; passive, to be covered with darkness, be darkened": properly, of the heavenly bodies, as deprived of light (T WH ἐκλείπω (which see 2)); L T WH σκοτόω, which see); metaphorically, of the eyes, viz. of the understanding, ἡ καρδία, the mind (see καρδία, 2b. β.), τῇ διάνοια, R G. (Plutarch (adv. Colossians 24,4; Cleomed. 81,28); Tzetzes, hist. 8,929; the Sept. several times for חָשַׁך; (Polybius 12,15, 10; Test xii. Patr., test. Rub. § 3; test. Levi § 14).)
Greek Monolingual
ΝΜΑ σκότος
1. καθιστώ κάτι σκοτεινό, ρίχνω σκοτάδι («τὸν Θεὸν τὸν φωτίζοντα καὶ σκοτίζοντα τὸν κόσμον», επιγρ.)
2. μτφ. α) καθιστώ κάτι ασαφές, σκοτεινό
β) θολώνω το μυαλό, μπερδεύω τη σκέψη (α. «μα ο πόθος την εσκότιζε κι ετύφλωνέ τη πάλι», Ερωτόκρ.
β. «ἐσκοτισμένοι τῇ διανοίᾳ», ΠΔ
γ) αμαυρώνω, θολώνω (α. «το ξαφνικό φως του σκότισε τα μάτια» β. «σκοτισθήσωσαν οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτῶν», ΠΔ)
νεοελλ.
1. μτφ. διαταράσσω την ησυχία κάποιου, ζαλίζω, παρενοχλώ, γίνομαι φορτικός («μάς σκότισε με τα οικογενειακά του»)
2. μέσ. σκοτίζομαι
α) ενδιαφέρομαι, νοιάζομαι για κάτι
β) συγχύζομαι, ζαλίζομαι, πονοκεφαλιάζω («τί κάθεσαι και σκοτίζεσαι γι' αυτό το παλιόπαιδο;»)
γ) αγωνιώ, ανησυχώ
3. φρ. α) «μη μέ σκοτίζεις» — μη μέ ενοχλείς
β) «σκοτίστηκα!» ή «πολύ που σκοτίστηκα» ή «δεν σκοτίζομαι» — αδιαφορώ εντελώς, δεν μέ νοιάζει
αρχ.
παθ. σκοτίζομαι
α) γίνομαι σκοτεινός
β) σκυθρωπάζω
γ) τυφλώνομαι
δ) ζαλίζομαι, παθαίνω σκοτοδίνη.
Greek Monotonic
σκοτίζω: κάνω κάτι σκοτεινό — Παθ., είμαι σκοτεινός, σκοτεινιασμένος, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
σκοτίζω: κάμνω τι σκοτεινόν, Θεμίστ. 153Α. - Παθ., γίνομαι σκοτεινός, Πλούτ. 2. 112Ε· τῇ διανοίᾳ Ἐπιστ. πρ. Ἐφεσ. δ΄, 18· χολῇ τὰς φρένας Τζέτζ.