σπλήνα
Greek Monolingual
η / σπλήν, -ηνός, ὁ, ΝΜΑ
μαλακό εύθρυπτο λεμφοειδές όργανο της κοιλιάς που βρίσκεται αριστερά κάτω από το διάφραγμα και έχει σχήμα τετραέδρου, του οποίου ο μεγάλος άξονας ακολουθεί τη διεύθυνση της 10ης πλευράς (α. «έχει υποστεί ρήξη της σπλήνας» β. «τὰ σπογγοειδέα τε καὶ ἀραιά, οἷον σπλήν τε καὶ πνεύμων» Ιπποκρ.)
αρχ.
1. δυσάρεστη ψυχική κατάσταση, υποχονδρία
2. επίδεσμος
3. φρ. α) «αἰγὸς σπλήν» — το φυτό μολόχη
β) «ἐκβάλλω τὸν σπλῆνα» — πεθαίνω από τις πολλές στενοχώριες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονόματα οργάνων του σώματος που χρησιμοποιούνται ευρέως τόσο στους τομείς της ιατρικής και της παθολογίας όσο και στον τομέα της μεταφυσικής, όπως η λ. σπλήν(α), υπόκεινται σε φθογγικές μεταβολές και εμφανίζονται σε μεγάλη ποικιλία μορφών κατά γλώσσα τόσο ώστε, ενώ είναι φανερές κάποιες αντιστοιχίες μεταξύ τών τύπων, είναι δύσκολο να προσδιοριστεί η αρχική μορφή της ρίζας τους. Ο ελλ. τ. σπλήν, σπληνός, παρ' ότι εμφανίζει αμετάβλητο φωνηεντισμό σ' όλο το κλιτικό του σύστημα, θυμίζει στον σχηματισμό τα φρήν, ἀδήν. Στην Αβεστική ο τ. spәrәzan- (< spļgh-en) εμφανίζει πριν από το επίθημα δασύ ουρανικό σύμφωνο -gh- (πρβλ. σπλά-γχ-νον), το οποίο παρατηρείται και στο αρχ. ινδ. plīhan- (χωρίς όμως αρκτικό s- και με φωνηεντισμό -ī-). Κοντά στον αρχ. ινδ. τ. πρέπει να τοποθετηθεί και το λατ. liēn (< lihēn), ενώ περισσότερο ή λιγότερο κοντινοί πρέπει να θεωρηθούν και οι τ. ιρλδ. selg, λιθουαν. blužnis, αρχ. σλαβ. slězena και το αρμ. p'aycaln. Με τη λ. σπλήν(α) στην Ελληνική έχει συνδεθεί ο τ. σπλάγχνα «όργανα που βρίσκονται μέσα στις κοιλότητες του σώματος», παρά τα μορφολογικά προβλήματα που συνεπάγεται μια τέτοια σύνδεση. Και, συγκεκριμένα, προβλήματα γεννούν: α) η εναλλαγή του φωνηεντισμού σπλη-/σπλα ανάμεσα στους δύο τ. και β) η παρουσία ουρανικού συμφώνου -χ- στη λ. σπλα(γ)χ-ν-ον και έρρινου επιθήματος, σε αντιδιαστολή προς τον τ. σπλήν. Κατά μία άποψη, ελάχιστα πιθανή, η λ. σπλήν έχει σχηματιστεί με απλολογία από αμάρτυρο τ. σπληχήν, ενώ, κατ' άλλους, ο τ. ανάγεται σε αρχική μοφή σπλη(γ)χ-, σπλαχνός, από όπου ο τ. σπλάγχνα. Προβλήματα, εξάλλου, γεννά στον τ. σπλά-γ-χ-νον η παρουσία έρρινου συμφώνου –γ πριν από το ουρανικό -χ-, που οφείλεται πιθ. σε πρόληψη του έρρινου επιθήματος. Εκτός, τέλος, τών μορφολογικών δυσχερειών που παρουσιάζουν ως προς τον σχηματισμό τους, οι λ. σπλήν(α) και σπλά(γ)χνο(ν) εμφανίζουν και αξιοσημείωτες σημασιολογικές προεκτάσεις και εξελίξεις στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας. Η λ. σπλά(γ)χνα με σημ. «όργανα που βρίσκονται στις κοιλότητες του σώματος, σωθικά» και «τα εντόσθια που έτρωγαν μετά τη θυσία και χρησιμοποιούνταν στην σπλαγχνοσκοπία» επικεντρώθηκε, στη μτγν. Ελληνική, στη σημ. «καρδιά ως έδρα τών συναισθημάτων», απ' όπου η σημ. «ευσπλαγχνία» (βλ. λ. εύσπλαγχνος, σπλαγχνίζομαι, σπλαγχνικός). Η σημασιολογική αυτή εξέλιξη της λ. παρατηρείται και στην εβραϊκή γλώσσα. Η λ. σπλά(γ)χνο επίσης χρησιμοποιήθηκε μτφ. ήδη από την Αρχαία Ελληνική για να δηλώσει τα παιδιά σε σχέση με τους γονείς τους. Τόσο η λ. σπλά(γ)χνα, τέλος, όσο και η λ. σπλήν(α) χρησιμοποιήθηκαν για να δηλώσουν την εσώτερη φύση, την ψυχική διάθεση του ανθρώπου και μάλιστα η λ. σπλήν(α), δυσάρεστη ψυχική κατάσταση, υποχονδρία (για ανάλογες χρήσεις εσωτερικών οργάνων του σώματος προς δήλωση ψυχικών καταστάσεων βλ. λ. μελαγχολία). Με α' συνθετικό τις λ. σπλά(γ)χνα και σπλήνα έχουν πλαστεί πολλοί ξεν. επιστημονικοί όροι που έχουν εισαχθεί στην Ελληνική ως αντιδάνεια (σπλαγχνολογία, πρβλ. αγγλ. splanchnology σπληναλγία, πρβλ. αγγλ. splenalgia
σπληνεκτομή, πρβλ. αγγλ. splenectomy κ.ά.)].