συναντάω
English (LSJ)
(cf. συνάντομαι):
A Ep. impf. συνήντεον A.R.4.1486, Ep. 3dual συναντήτην Od.16.333: fut. συναντήσω LXX Is.34.14, Act.Ap.20.22: aor. συνήντησα X.An.1.8.15: pf. συνήντηκα Plb.1.52.6, Ps.-Luc.Philopatr. 1:—Med., once in Il., elsewhere only in late Prose (v. infr.): fut., LXX Ec.2.15, etc.:—meet face to face, of two persons, Od. l.c.; of many persons, meet together, assemble, εἰς Φωκίδα Philipp. ap. D.18.157, cf. OGI56.5 (Canopus, iii B.C.); meet in battle, Plb.3.93.9: c. dat., Isyll.68.
II meet with, encounter, c. dat., E.Ion787, Ar.Ach. 1187, Pl.41,44, etc.: abs., τὰ συνηντηκότα τῶν πλοίων Plb.1.52.6; σ. συνάντησιν E.Ion534 (troch.); of heavenly bodies, Cat.Cod.Astr. 7.204; present oneself, PCair.Zen.300.6 (iii B.C.); φυγοδικοῦντας μὴ συναντῆσαί μοι PEnteux.65.4 (iii B.C.), cf. PCair.Zen.179.9 (iii B.C.); εἰς..go to meet at a place, ib.56.3, 247.2 (iii B.C.):—Med., ᾧ.. -αντήσωνται ἐν ὕῃ ἄνδρες Il.17.134; πρός τινα PHamb.25.11 (iii B.C.).
b fall in with, meet a person's needs or wishes, SIG528.14 (Cos, iii B.C.), 590.43 (Milet., found at Cos, ii B.C.).
2 c. dat. rei, come in contact with, φόνῳ E.IT1210 (troch.).
3 c. acc., meet, only among Asiatic Greeks, Iamb.Bab.12, Lesb.Gramm.10.
III befall, happen to a person, τινι Plu.Sull.2, Act.Ap.20.22, D.L.6.38: abs., μετρίως τὸ-τῆσαν οἴσει Phld.Lib.p.34 O., cf. Mort.37; of conception, Sor.1.44; εἰ ἔρρωσαι καὶ τἆλλά σοι κατὰ τρόπον σ. PSI4.392.1 (iii B.C.):—Med., σ. τι παρά τινος Plb.21.24.14, SIG601.14 (Teos, ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1001] ion. συναντέω, zusammentreffen, zusammenkommen; συναντήτην, Od. 16, 333, entgegenkommen, begegnen; Hes. Th. 877; Eur. Ion 787 u. öfter, u. sp. D., wie Rufin. 38 (V, 28), auch in Prosa, συναντᾶτε μετὰ τῶν ὅπλων εἰς Φωκίδα, Philip. 6 bei Dem. 48, 157, Pol. 1, 52, 6 u. öfter. – Gewöhnlicher als dep. med., συναντήσωνται αὐτῷ Il. 17, 184, u. in späterer Prosa häufig.
French (Bailly abrégé)
συναντῶ :
impf. συνήντων, f. συναντήσω, ao. συνήντησα, pf. συνήντηκα;
1 se rencontrer avec, τινι ; se rassembler, avec εἰς et l'acc.;
2 se rencontrer, survenir, arriver;
Moy. συναντάομαι, συναντῶμαι (ao. συνηντησάμην, pf. συνήντημαι) se rencontrer avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀντάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-αντάω, Att. ξυναντάω, ep. imperf. συνήντεον, -εες, -εε, 3 dual. συναντήτην van personen samenkomen (met), ontmoeten; met dat. iem.; abs..; συναντᾶτε μετὰ τῶν ὅπλων εἰς τὴν Φωκίδα ontmoet elkaar gewapend in Phocis Dem. 18.157; overdr.. σ. φόνῳ de dood ontmoeten Eur. IT 1210. van zaken overkomen, gebeuren, met dat. (aan) iem.; subst. ptc. fut.. τὰ... συναντήσοντά μοι wat mij te wachten staat NT Act. Ap. 20.22.
Russian (Dvoretsky)
συναντάω: тж. med. (fut. συναντήσω и συναντήσομαι)
1 встречаться, сходиться лицом к лицу (Hom.; τινι Hes. etc.): ὁ συναντήσας τινί Eur. попавшийся кому-л. навстречу; σ. εἰς τὴν Φωκίδα Dem. собираться в Фокиде;
2 приключаться, случаться, происходить (τινι Plut., Diog. L.).
English (Autenrieth)
and συνάντομαι, part. συναντόμενος, ipf. συνήντετο, συναντέσθην, συναντήτην, aor. subj. συναντήσωνται: meet, encounter.
English (Strong)
from σύν and a derivative of ἀντί; to meet with; figuratively, to occur: befall, meet.
English (Thayer)
συνάντω: future συναντήσω; 1st aorist συνήντησα; from Homer down; the Sept. for פָּגַע, פָּגַשׁ, קָרָה, קִדֵּם, etc.; to meet with: τίνι, WH marginal reading); Buttmann, 293 (252)), 10; tropical of events, to happen, to befall: Plutarch, Sulla 2; middle τά συναντωμενα, Polybius 22,7, 14; the Hebrew קָרָה also is used of events, Ecclesiastes 9:11; etc.).
Greek Monotonic
συναντάω: Επικ. γʹ δυϊκ. παρατ. -αντήτην, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ -ήντησα, παρακ. -ήντηκα·
I. συναντώ πρόσωπο με πρόσωπο, λέγεται για δύο ανθρώπους, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για πολλά πρόσωπα, συναντώμαι, συναθροίζομαι, σε Φίλιππ. παρά Δημ.
II. 1. όπως το ἀντάω, συναντώ κάποιον, συναπαντώ, τινί, σε Ευρ., Αριστοφ.· ομοίως στη Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ.· με σύστ. αιτ., συναντᾶν συνάντησιν, σε Ευρ.
2. με δοτ. πράγμ., έρχομαι σε επαφή με, φόνῳ, στον ίδ.
III. συμβαίνω, λέγεται για τυχαία γεγονότα κ.λπ.· τινί, σε Πλούτ., Κ.Δ.
Greek (Liddell-Scott)
συναντάω: (πρβλ. συνάντομαι)· Ἰωνικ. παρατατ. -ήντεον Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1485, Ἐπικ. γ΄ δυϊκ. συναντήτην Ὀδ. Π. 333 (Ἴδε Veitch Gr. Verbs ἐν λέξ.)· μέλλ. -ήσω Ξεν. Ἀν. 7. 2, 5 (πρβλ. ἀπαντάω)· ἀόρ. -ήντησα αὐτόθι 1. 8, 15· πρκμ. -ήντηκα Πολύβ. 1. 52, 6, Λουκ. Φιλοψ. 1· ― Μέσ., ἅπαξ ἐν τῇ Ἰλ.· ἀλλαχοῦ μόνον παρὰ μεταγενεστ. πεζολόγοις· μέλλ., Ἑβδ. (Ἐκκλ. Β΄, 15· κτλ.)· παθ. πρκμ. μετὰ μέσ. σημασίας, Ἡρῳδιαν. 1. 17. Συναντῶ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον, ἐπὶ δύο προσώπων, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐπὶ πολλῶν προσώπων, συναντῶμαι, συνέρχομαι, συναθροίζομαι, εἰς τόπον Φίλιππος παρὰ Δημ. 280. 10· συναντῶ ἐν μάχῃ, Πολύβ. 3. 92, 9. ΙΙ. ἐπιτεταμένον ἀντὶ ἀντάω, συναντῶ, τινι Εὐρ. Ἴων 787, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1187, Πλ. 41, 44· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ, ᾧ... συναντήσωνται ἐν ὕλῃ ἄνδρες Ἰλ. Ρ. 134· ἀπολ., τὰ συνηντηκότα τῶν πλοίων Πολύβ. 1. 52, 6· σ. συνάντησιν Εὐρ. Ἴων 535. 3) μετὰ δοτικ. πράγμ., ἔρχομαι εἰς ἐπαφὴν μετά τινος, φόνῳ ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1209. 2) μετ’ αἰτ., μόνον παρὰ τοῖς Ἀσιανοῖς Ἕλλησιν, Ἰάμβλ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 76, 21, Λεσβῶναξ περὶ Σχημάτων σ. 182. ΙΙΙ. συμβαίνω, ἐπὶ συμβεβηκότων, κινδύνων, κλπ., εἰώθει δὲ λέγειν τὰς τραγικὰς ἀρὰς αὐτῷ συνηντηκέναι Διογ. Λ. 6. 38, Πλουτ. Σύλλ. 2, Πράξ. Ἀποστ. κ΄, 22 ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, σ. τι παρά τινος Πολύβ. 22. 7, 14, Συλλ. Ἐπιγρ. 3045. 14.
Middle Liddell
epic 3rd dual imperf. -αντήτην fut. -ήσω aor1 -ήντησα perf. -ήντηκα
I. to meet face to face, of two persons, Od.; of many persons, to meet together, assemble, Philipp. ap. Dem.
II. like ἀντάω, to meet with, meet, τινί Eur., Ar.; so in Mid., Il.:—c. acc. cogn., συναντᾶν συνάντησιν Eur.
2. c. dat. rei, to come in contact with, φόνῳ Eur.
III. to befall, of accidents, etc., τινί Plut., NTest.
Chinese
原文音譯:sunant£w 尋-安他哦
詞類次數:動詞(6)
原文字根:共同-交換 相當於: (פָּגַע) (פָּגַשׁ) (קָרָה)
字義溯源:遇見,迎接,迎見,迎面,發生;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἀντί)*=相對)組成。參讀 (ἀπαντάω)同義字比較: (καταντάω)=抵達
出現次數:總共(6);路(2);徒(2);來(2)
譯字彙編:
1) 迎接(2) 徒10:25; 來7:10;
2) 要遇見(2) 路22:10; 徒20:22;
3) 曾迎接(1) 來7:1;
4) 迎見(1) 路9:37