σωλήνας

Greek Monolingual

ο / σωλήν, -ῆνος, ΝΜΑ και σωλήνα, η, Ν
1. κυλινδρικός επιμήκης αγωγός από μέταλλο ή άλλο υλικό για τη διοχέτευση υγρών ή αερίων (α. «σωλήνες ύδρευσης» β. «σκύτινος σωλήν», Στράβ.
γ. «κράμεοι σωλῆνες», Πλούτ.
δ. «τὸ ὕδωρ ὀχετευόμενον διὰ σωλήνων παραγίνεται εἰς τὴν πόλιν», Ηρόδ.)
2. η κοιλότητα της σπονδυλικής στήλης
3. ζωολ. είδος μαλακίου
νεοελλ.
1. τεχνολ. κυλινδρικό και με σταθερή, κατά κανόνα, διατομή στοιχείο ενός αγωγού, ο οποίος χρησιμοποιείται για τη μεταφορά ενός ρευστού και για την ασφαλή τοποθέτηση καλωδίων, όπως συμβαίνει λ.χ. με τις ηλεκτρικές εγκαταστάσεις
2. (πετρογρ.) βαθύ κυλινδρικό ή χοανοειδές μεταλλοφόρο σώμα που σχηματίστηκε είτε ως ηφαιστειακός λαιμός είτε στις θέσεις προϋπαρχόντων κατακόρυφων ρηγμάτων τα οποία διευρύνθηκαν από το ανερχόμενο μαγματικό υλικό, αλλ. σωληνοειδής ή σωληνόμορφη φλέβα
3. ανατ. πόρος, αγωγός, κοιλότητα μικρής διατομής με κυλινδρικό σχήμα (α. «πεπτικός σωλήνας» β. «αναπνευστικός σωλήνας»)
4. φρ. α) «ηχητικός σωλήνας»
φυσ. κλειστός στα δύο άκρα σωλήνας στον οποίο οδεύουν ηχητικά κύματα
β) «σωλήνας θερμότητας»
τεχνολ. διάταξη που είναι κατάλληλη για τη μεταφορά θερμότητας σε μεγάλες αποστάσεις υπό σχετικά χαμηλή διαφορά θερμοκρασίας, αλλ. θερμοσωλήνας
γ) «καθοδικός σωλήνας»
τεχνολ. βλ. καθοδικός
δ) «σωλήνας Πιτό»
φυσ. τύπος ανεμομέτρου
ε) «σωλήνας ροής»
φυσ. περιοχή του χώρου που περιβάλλεται από το σύνολο τών δυναμικών γραμμών πεδίου οι οποίες διέρχονται από ορισμένη κλειστή γραμμή
στ) «τριχοειδής σωλήνας»
φυσ. σωλήνας με πολύ μικρή εσωτερική διάμετρο
αρχ.
1. αυλάκι, διώρυγα
2. κυλινδρική θήκη, νάρθηκας για μέλος του σώματος που έχει υποστεί κάταγμα
3. το ανδρικό μόριο
4. στον πληθ. οἱ σωλῆνες
αυλακωτές τροχιές («σωλῆνες καταπελτῶν», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος έχει σχηματιστεί πιθ. από έναν αμάρτυρο τ. σωλος με το επίθημα -ήν (πρβλ. κωλήν, πυρήν). Η σύνδεση της λ. με τους τ. σῦριγξ και σαυρωτήρ δεν θεωρείται πιθανή].