τρίποδος

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίπους, τρίπουν, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρίπους Ν, και ποιητ. τ. τρίπος Α
1. αυτός που έχει τρία πόδια
2. (σχετικά με πρόσ. και ιδίως γέροντα που στηρίζεται σε ραβδί) αυτός που βαδίζει με τρία πόδια («τρίποδι βροτῷ», Ησίοδ.)
3. (σχετικά με έπιπλα ή σκεύη) αυτός που στηρίζεται σε τρία πόδια (α. «τρίποδο μαγκάλι» β. «τρίπους λέβης», Αισχύλ.
γ. «καὶ πόθεν ἐγώ τρίπουν τραπεζαν λήψομαι», Αριστοφ.)
4. (το ουδ. και το αρσ. ως ουσ.) το τρίποδο και ο τρίπους
η πυροστιά, ο πυροστάτης
5. (το αρσ. στον λόγ. τ. ως ουσ.) ο τρίπους
α) το υπόβαθρο με τρία πόδια πάνω στο οποίο καθόταν η Πυθία και χρησμοδοτούσε στο μαντείο τών Δελφών («θάσσει δὲ γυνὴ τρίποδα ζάθεον Δελφίς», Ευρ.)
β) (στην αρχαιότητα) περίτεχνα επεξεργασμένο σκεύος με τρία πόδια που δινόταν ως έπαθλο σε αγώνες ή ως αναθηματικό δώρο σε ναούς και ιερά ή ως τιμητικό δώρο σε κάποιον (α. «ἱππεῡσιν... ἄθλεα θῆκε γυναῖκα ἄγεσθαι... και τρίποδ' ὠτώεντα», Ομ. Ιλ.
β. «ἐνεγράφησαν Τήνιοι ἐν Δελφοῖσι ἐς τὸν τρίποδα», Ηρόδ.
γ. «ἐπὶ τὸν τρίποδά ποτε τὸν ἐν Δελφοῖς, ὃν ἀνέθεσαν οἱ Ἔλληνες», Θουκ.
δ. «πρώτῳ τοι μετ' ἐμὲ πρεσβήϊον ἐν χερὶ θήσω, ἢ τρίποδ' ἠὲ δύω ἵππους», Ομ. Ιλ.)
6. φρ. «ομιλώ από τρίποδος» και «ὡς ἐκ τρίποδος λέγω» — αποφαίνομαι δογματικά με την πεποίθηση ότι είμαι αλάθητος
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. ο τρίποδας, το στρίποδο
2. φρ. α) «αλλήρειος τρίπους» ή «τρίπους του Χάλερ»
ανατ. ονομασία της κοινής ηπατικής της αριστερής γαστρικής και της σπληνικής αρτηρίας που εκφύονται σε σχήμα τρίποδα από την κοιλιακή αρτηρία
β) «ζωικός τρίπους» — χαρακτηρισμός τών τριών ουσιωδών για τη ζωή οργάνων, δηλαδή του εγκεφάλου, της καρδιάς και τών πνευμόνων
γ) «Τρίπους του Ζωγράφου»
αστρον. μικρός αστερισμός του Νότιου Ημισφαιρίου, αλλ. Οκρίβας
αρχ.
1. αυτός που έχει διαστάσεις τριών ποδών («τρίπους δὲ τὸ εὗρος», Ηρόδ.
β. «τρίπους γραμμή», Πλατ.)
2. το αρσ. ως ουσ. α) λέβητας, καζάνι (α. «τοὶ δ' ὑψίβατον τρίποδ' ἀμφίπυρον λουτρών ὁσίων θέσθ'», Σοφ.
β. «ἀμφὶ πυρὶ στῆσαι τρίποδα μέγαν», Ομ. Ιλ.)
β) τραπέζι με τρία πόδια
γ) είδος σκουλαρικιού
δ) ορόσημο
3. (το αρσ. στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Τρίποδες
οδός στην αρχαία Αθήνα διακοσμημένη με αναθηματικούς τρίποδες
4. φρ. α) «τρίπους ἐμπυριβήτης» — η πυροστιά
β) «τρίπους ἄπυρος» — τρίπους, καλλιτεχνικά επεξεργασμένος, που δεν προοριζόταν για την φωτιά αλλά τον τοποθετούσαν ως κόσμημα στο σπίτι
γ) «χορηγικός τρίπους» — τρίπους αφιερωμένος σε ιερό από χορηγό που είχε νικήσει σε αγώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + πούς, ποδός (πρβλ. πολύπους, τετράπους). Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. tiripo) και αντιστοιχεί στα: λατ. tripēs, αρχ. ινδ. tripad-].