ἀποκάμνω
English (LSJ)
A grow quite weary, fail, flag utterly, mostly abs., S.OC 1776 (lyr.), Pl.R. 445b, AP5.46 (Rufin.); τῷ μήκει τοῦ χρόνου Jul. Or.2.91d: c. part., ἀ. ζητῶν, μηχανώμενος, to be quite weary of seeking, etc., Pl.Men.81d, X.Mem.2.6.35.
2 c. inf., cease to do, μοχθεῖν οὐκ ἀ. E.Ion135 (lyr.); μὴ ἀποκάμης σαυτὸν σῶσαι = do not hesitate.., Pl.Cri.45b.
3 c. acc., ἀ. πόνον = flinch from toil, X.HG 7.5.19; ἀ. πρὸς τὰς διαμαρτίας = to be disheartened by.., Plu.Arat.33.
Spanish (DGE)
1 desalentarse, desanimarse abs. S.OC 1776, E.Ep.4.38, Pl.R.445b, Plu.2.47e, 1097a, X.Eph.3.9.2, Aristaenet.2.1.22, 2.16.12, Al.Ec.2.20, τῷ μήκει τοῦ χρόνου Iul.Or.3.91d
•c. part. cansarse de ζητῶν Pl.Men.81d, βαδίζουσα Arist.Pr.932a35, μηχανώμενος X.Mem.2.6.35, λέγων POxy.120.2 (IV d.C.), cf. PSI 47.2 (VI d.C.)
•c. inf. dejar de, renunciar a μοχθεῖν οὐκ ἀ. E.Io 135, μήτε ἀποκάμῃς σαυτὸν σῶσαι Pl.Cri.45b.
2 c. ac. echarse atrás ante πόνον X.HG 7.5.19, πρὸς τάς διαμαρτίας Plu.Arat.33.
German (Pape)
[Seite 305] (s. κάμνω), ermüden, muthlos werden, Soph. O. C. 1773; oft Prosa, διὰ μαλακίαν Plat. Gorg. 491 b; c. partic., müde werden etwas zu thun, ζητῶν Men. 81 d; Polit. 257 b; Xen. Mem. 2, 6, 35; mit inf., aufgeben, μὴ ἀποκάμῃς σαυτὸν σῶσαι Plat. Crit. 45 b; vgl. Eur. Ion. 135; Xen. ἀποκάμνειν πόνων μηδένα, zu keiner Arbeit träge sein, Hell. 5, 7, 19; Sp. ἀποκ. ταῖς ἐλπίσι, die Hoffnung aufgeben, Plut. Arat. 20; πρός τι ib. 23.
French (Bailly abrégé)
perdre courage, se décourager ; avec un part. se lasser de ; avec un inf., renoncer à ; avec πρός et un acc. de cause : πρὸς τὰς ἁμαρτίας οὐκ ἀποκαμών PLUT ne s'étant pas laissé abattre par ses échecs.
Étymologie: ἀπό, κάμνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκάμνω:
1 сильно уставать, изнемогать от усталости (Soph., Plat., Anth.; ἐν μάχαις Plut.): ἐὰν μὴ ἀποκάμνῃ ζητῶν Plat. если он неутомимо будет искать;
2 переставать, прекращать (ποιεῖν τι Eur., Plat.): ἀ. πόνων μηδένα Xen. не отказываться ни от какой работы; οὐκ ἀ. ταῖς ἐλπίσιν Plut. не оставлять надежд; οὐκ ἀ. πρὸς τὰς διαμαρτίας Plut. не унывать перед неудачами.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκάμνω: μέλλ. -καμοῦμαι, ὡς καὶ νῦν, κατακουράζομαι, καταβάλλομαι, παραλύομαι ἐντελῶς, κατὰ τὸ πλεῖστον ἀπολ., Σοφ. Ο. Κ. 1776, Πλάτ. Πολ. 445Β, Ἀνθ. Π. 5. 47· ὡσαύτως μετὰ μετοχ., ἀπ. ζητῶν, μηχανώμενος Πλάτ. Μένων 81D, Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 35. 2) μετ’ ἀπαρεμ., παύομαι τοῦ ποιεῖν τι, μοχθεῖν οὐκ ἀπ. Εὐρ. Ἴων. 135· μὴ ἀποκάμῃς σεαυτὸν σῶσαι, μὴ διστάσῃς..., Πλάτ. Κρίτων 45Β. 3) μετ’ αἰτ., πόνον τε μηδένα ἀποκάμνειν, ἀποφεύγειν, ἀποποιεῖσθαι, Λατ. dotrectare laborem, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 19· οὕτως, ἀπ. πρός τι Πλουτ. Ἄρατ. 33.
Greek Monolingual
(AM ἀποκάμνω)
καταπονούμαι από μια εργασία ή ενέργεια, εξαντλούμαι
μσν.- νεοελλ.
1. (για καρποφόρα δέντρα) παύω να καρποφορώ
2. πεθαίνω
3. τελειώνω εντελώς, συμπληρώνω κάτι
4. αποφασίζω κάτι για κάποιον και το εκτελώ
νεοελλ.
1. παύω να υπάρχω, τελειώνω (ιδίως για καρπούς στο τέλος της εποχής τους)
2. κάνω κάτι ως επακολούθημα, ως τέλος μιας ενέργειας («τί απόκανες με τα συμβόλαια;»)
μσν.
1. καταπονώ, εξαντλώ
2. σκοτώνω
αρχ.
1. σταματώ να κάνω κάτι γιατί κουράστηκα υπερβολικά
2. διστάζω να κάνω κάτι
3. αποφεύγω να κάνει κάτι.
Greek Monotonic
ἀποκάμνω: μέλ. -κᾰμοῦμαι,
1. κουράζομαι υπερβολικά, καταβάλλομαι από την κούραση ή εξουθενώνομαι, σε Σοφ., Πλάτ.· με μτχ., ἀποκάμνω ζητῶν, έχω καταπονηθεί ψάχνοντας, σε Πλάτ.
2. με απαρ., σταματώ, παύω να κάνω κάτι, σε Ευρ., Πλάτ.
3. με αιτ., ἀποκάμνω πόνον, αποφεύγω τον κόπο, δειλιάζω μπροστά στον μόχθο, σε Ξεν.
Middle Liddell
1. to grow quite weary, fail or flag utterly, Soph., Plat.; c. part., ἀπ. ζητῶν to be quite weary of seeking, Plat.
2. c. inf. to cease to do, Eur., Plat.
3. c. acc., ἀπ. πόνον to flinch from toil, Xen.