ἄστρωτος

English (LSJ)

ἄστρωτον,
A without bed or bedding, εὕδω Epich.35.14, cf. Pl.Smp. 203d, Plt.272a.
2 uncovered, Id.Prt.321c: metaph., bare, πέδον E.HF52.
3 of a horse, without trappings, Arr.Tact.2.3, Suid.

Spanish (DGE)

-ον
1 carente de manta de pers. γυμνοὶ καὶ ἄστρωτοι Pl.Plt.272a, cf. Prt.321c, Smp.203d, Plot.3.5.5
ἐν ἀστρώτῳ πέδῳ εὕδουσι E.Fr.367, εὐναί Luc.Trag.65, cf. E.HF 52, Arr.Epict.1.24.7, Nonn.D.47.139.
2 de caballerías carente de arreos Arr.Tact.2.3, Ach.Tat.3.12.1, Sud.

German (Pape)

[Seite 378] unbedeckt, γυμνοὶ καὶ ἄστρωτοι Plat. Polit. 272 a; vgl. Prot. 321 c; ἀστρώτῳ πέδῳ πλευρὰς τιθέντες Eur. Herc. fur. 52; ohne Decke u. ohne Bett, εὕδειν Epicharm.; ἵππος, ohne Pferdedecke, Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans tapis ni couverture, sans lit ; nu;
2 sans selle.
Étymologie: , στρώννυμι.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄστρωτος, -ον) στρωτός
(για υποζύγια) ξέστρωτος, ξεσαμάρωτος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει στρωθεί, που δεν έχει απλωθεί («χαλί άστρωτο»)
2. αυτός που δεν έχει σχηματίσει στρώμα πάνω στη γη («άστρωτο χιόνι»)
3. εκείνος που δεν έχει γίνει λείος κατά την επίστρωσηάστρωτος τοίχος», «άστρωτη μπογιά»)
4. ο ασυγύριστος («άστρωτο κρεβάτι»)
5. εκείνος που δεν έχει ετοιμαστεί με τοποθέτηση των αναγκαίων σκευών («άστρωτο τραπέζι»)
6. όποιος δεν έχει στρωθεί με ξύλινο, λίθινο κ.λπ. δάπεδο («άστρωτο πάτωμα», «άστρωτος δρόμος»)
7. άτακτος, ζωηρός («άστρωτο παιδί»)
8. εκείνος που δεν έχει στρώσει, που δεν έχει τακτοποιηθεί σε μια δουλειά («άστρωτος εργάτης»)
9. αυτός που δεν λειτουργεί ακόμη κανονικά («άστρωτη δουλειά»)
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει κρεβάτι
2. ο ξεσκέπαστος
3. (για έδαφος) που δεν έχει στρωσίδια.

Greek Monotonic

ἄστρωτος: -ον, αυτός που δεν έχει κρεβάτι ή κλίνη, σε Πλάτ.· μεταφ., αυτός που δεν είναι λείος, τραχύς, ανώμαλος, απότομος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄστρωτος:
1 непокрытый, неодетый (ἄνθρωπος γυμνός τε καὶ ἀνυπόδητος καὶ ἄ. Plat.);
2 ничем не устланный, голый (ἀστρώτῳ πέδῳ πλευρὰς τιθέναι Eur.).

Middle Liddell

without bed or bedding, Plat.: metaph. unsmoothed, rugged, Eur.