ἡσύχιος
English (LSJ)
Dor. ἁσύχιος (v.l. ἡσύχιος), ον,= ἥσυχος, still, quiet, at rest, ἡσύχιον δ' ἄρα μιν πολέμου ἔκπεμπε Il.21.598; εἰρήνα Pi.P.9.22; also in Prose, τρόπον ἡσύχιον of a quiet disposition, Hdt.1.107; οὐδ' ἡ. ὁ σώφρων βίος Pl.Chrm.160b; αἱ ἡσυχίαι πράξεις ib. c; τὸ ἡσύχιον ἦθος Id.R.604e; οἱ ἡσύχιοι Antipho 3.2.1; τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης (v.l. ἥσυχον) Th.1.120: Comp. ἡσυχιώτερος = more reposeful, Phld.Rh. 2.60S. Adv. ἡσυχίως h.Merc.438, Pl.Tht.179e.
German (Pape)
[Seite 1178] ον, = ἥσυχος; ἡσύχιον δ' ἄρα μιν πολέμου ἔκπεμπε νέεσθαι Il. 21, 598, ruhig, im Stillen; ἁσύχιος εἰράνα Pind. P. 9, 40. Auch bei Plat. = ruhig, bedächtig, im Gegensatz von ταχύς u. ὀξύς, Charm. 159 d ff, καὶ φρόνιμον ἦθος Rep. X, 604 e; vgl. τρόπου ἡσυχίου ἐόντα Her. 1, 107; καὶ ἀπράγμων βίος Dem. 10, 70; Sp., τὸ ἡσύχιον καὶ σιωπηλόν Plut. Fab. Hax. 1; τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης, die Ruhe des Friedens, Thuc. 1, 120. – Adv., ἡσυχίως ἀποκρίνασθαι Plat. Theaet. 179 e.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
paisible, calme, tranquille ; τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης THC le calme de la paix.
Étymologie: ἥσυχος.
Russian (Dvoretsky)
ἡσύχιος: дор. ἁσύχιος 2 (ᾱσῠ) спокойный, мирный, тихий (εἰράνα Pind.; βίος Plat., NT; ἦθος Plat., Arst.): ἡσύχιόν μιν πολέμου ἔκπεμπε νέεσθαι Hom. (Аполлон) вывел его (Агенора) с миром из боя; τρόπου ἡσυχίου εἶναι Her. обладать спокойным характером.
Greek (Liddell-Scott)
ἡσύχιος: ῠ, Δωρ. ἁσύχ-, ον = ἥσυχος, ἡσύχιον δ’ ἄρα μιν πολέμου ἔκπεμπε Ἰλ. Φ. 598· εἰράνα Πίνδ. Π. 9. 40· ὡσαύτως παρὰ πεζοῖς, τρόπου ἡσυχίου Ἡρόδ. 1. 107· οὐδ’ ἡσ. ὁ σώφρων βίος Πλάτ. Χαρμ. 160Β· τὸ ἡσ. ἦθος ὁ αὐτ. Πολ. 604Ε· οἱ ἡσύχιοι Ἀντιφῶν 121. 12, Πλάτ. Χαρμ. 159Β· τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης Θουκ. 1. 120. - Ἐπίρρ. -ίως, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 438, Πλάτ. Θεαιτ. 179Ε.
English (Slater)
ἡςῠχιος, -ον restful ἦ πολλάν τε καὶ ἡσύχιον βουσὶν εἰρήναν παρέχοισα πατρῴαις (v.l. ἁσύχιον) (P. 9.22)
English (Strong)
a prolonged form of a compound probably of a derivative of the base of ἑδραῖος and perhaps ἔχω; properly, keeping one's seat (sedentary), i.e. (by implication) still (undisturbed, undisturbing): peaceable, quiet.
English (Thayer)
ἡσυχία, ἡσύχιον (perhaps akin to ἧμαι to sit, Latin sedatus; cf. Curtius, § 568; Vanicek, p. 77)); from Homer down; quiet, tranquil: βίος, Josephus, Antiquities 13,16, 1.
Greek Monolingual
ἡσύχιος και δωρ. τ. ἁσύχιος, -ον (Α)
1. ήσυχος, μη ταραχώδης
2. ήρεμος, σιωπηλός, γαλήνιος
3. το ουδ. ως ουσ. το ἡσύχιον
η γαλήνη, η ηρεμία («το ἡσύχιον τῆς εἰρήνης», Θουκ.).
επίρρ...
ἡσυχίως
με τρόπο ήσυχο, ήρεμα, γαλήνια, σιωπηλά («ήσυχίως ἀποκρίνασθαι», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παραλλ. τ. του ήσυχος].
Greek Monotonic
ἡσύχιος: [ῠ], Δωρ. ἁσύχ-, -ον, = ἥσυχος, ήσυχος, ήρεμος, πράος, γαλήνιος, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, στον πεζό λόγο, τρόπου ἡσυχίου, με ήσυχη διάθεση, σε Ηρόδ.· τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης, σε Θουκ.· επίρρ. -ίως, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
= ἥσυχος
still, quiet, at rest, at ease, Il.; also in Prose, τρόπου ἡσυχίου of a quiet disposition, Hdt.; τὸ ἡσύχιον τῆς εἰρήνης Thuc. adv. -ίως, Hhymn.
Chinese
原文音譯:¹sÚcioj 赫需-希哦士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:安靜
字義溯源:安靜*,平靜的,平安的,安歇的;或由(ἑδραῖος)=坐定的)與(ἔχω)=持有*)組成;而 (ἑδραῖος)出自(Ἑζεκίας)X=坐*)
同源字:1) (ἡσυχάζω)安歇 2) (ἡσυχία)沉靜 3) (ἡσύχιος)安靜
出現次數:總共(2);提前(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 安靜的(1) 彼前3:4;
2) 安靜地(1) 提前2:2
English (Woodhouse)
calm, impassive, quiet, undisturbed, at ease, easy in one's mind
English (Autenrieth)
in quiet, Il. 21.598†.
Lexicon Thucydideum
SUBST. dulcedo, charm, pleasantness, 1.120.3, [vulgo commonly ἡσύχῳ]
Translations
quiet
Afrikaans: stil; Albanian: i qetë; Arabic: صَامِت, هَادِئ; Egyptian Arabic: هادي; Armenian: հանգիստ, հանդարտ; Asturian: quietu, silenciosu; Azerbaijani: səssiz; Bashkir: шым, тыныс; Belarusian: ці́хі; Bengali: শান্ত, খামোশ; Breton: sioul; Bulgarian: тих; Burmese: ဆိတ်; Catalan: silenciós, tranquil; Chamicuro: chkesi; Cherokee: ᎡᎷᏪᎢ, ᎡᏝᏪᎢ; Chickasaw: chokkíllissa; Chinese Mandarin: 安靜, 安静, 寧靜, 宁静; Czech: tichý; Danish: stille, tyst; Dutch: stil, rustig, vredig, geruisloos, geluidloos; Esperanto: mallaŭta; Estonian: vaikne; Finnish: hiljainen, äänetön; French: calme, silencieux; Friulian: cuiet, cujet; Galician: silencioso, silandeiro, calmo; Georgian: ხმადაბალი, ჩუმი, წყნარი; German: still, ruhig, leise; Greek: ήρεμος, σιγανός, σιωπηλός; Ancient Greek: ἤρεμος, ἥσυχος, ἅσυχος, ἡσυχαῖος, ἡσύχιος, γαληνός, ἠρεμαῖος, ἀτρεμής, σιγηλός, σιωπηλός; Hebrew: שֶׁקֶט; Hindi: ख़ामोश; Hungarian: csendes, halk; Icelandic: hljóður; Ido: quieta; Interlingua: quiete; Irish: ciúin; Italian: quieto, silenzioso; Japanese: 静かな; Kazakh: тыныш; Khmer: ស្ងាត់; Korean: 조용하다; Kurdish Central Kurdish: ھێمن, وسکت; Kyrgyz: тынч; Laboya: kawannara, karadda, kaʼdanna; Lao: ງຽບ, ຈ້ອຽ; Latin: tacitus, silens; Latvian: kluss; Lithuanian: tylus; Luxembourgish: roueg, stëll, lues; Macedonian: тивок, тих; Malay: diam, senyap; Jawi: ديام, سڽڤ; Maori: māika, hū; Marathi: शांत; Mongolian: тайван, тогтуун; Northern Sami: jaskat; Norwegian Bokmål: stille; Nynorsk: stille; Occitan: silenciós; Ottoman Turkish: صوص; Persian: خاموش, آرام, کم صدا; Plautdietsch: stell; Polish: cichy; Portuguese: quieto, silencioso; Punjabi: ਚੁੱਪ-ਚਾਪ; Romanian: încet, liniștit, silențios; Russian: тихий; Scottish Gaelic: sèimh, sàmhach, socair, ciùin; Serbo-Croatian Cyrillic: ти̏х; Roman: tȉh; Sicilian: cuetu, quetu; Sinhalese: නිශ්ශබ්ද; Slovak: tichý; Slovene: tih; Sorbian Lower Sorbian: śichy; Spanish: quieto, silencioso, tranquilo, calmo, pacífico, silente, callado; Swedish: tyst, stilla; Tajik: паст; Telugu: నిశ్శబ్దం; Thai: เงียบ, นิ่ง, สงบ; Turkish: sessiz; Turkmen: ýuwaş, sessiz; Ukrainian: тихий; Urdu: خاموش; Uzbek: tinch; Venetian: chieto, chiet, cet, poxado, cucio; Vietnamese: yên tĩnh, im lặng; Volapük: stilik; Walloon: påjhire, påjhûle; Yiddish: שטיל, רויִק