μεγαλοψυχία

From LSJ
Revision as of 06:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → Not to be born is, past all prizing, best.

Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλοψῡχία Medium diacritics: μεγαλοψυχία Low diacritics: μεγαλοψυχία Capitals: ΜΕΓΑΛΟΨΥΧΙΑ
Transliteration A: megalopsychía Transliteration B: megalopsychia Transliteration C: megalopsychia Beta Code: megaloyuxi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A greatness of soul, highmindedness, lordliness, Democr.46, Isoc.9.59, Arist.EN1107b22, 1123a34, Plb.10.40.6, etc.; μ. τῶν ἔργων D.23.205, cf. D.S.1.58; generosity, πρός τινας IG22.1326.25: pl., Plb.1.64.5.    2 in bad sense, arrogance, D.18.68, v.l. in Luc.Tim.28.    3 Quixotism, Pl.Alc.2.150c.

German (Pape)

[Seite 108] ἡ, Großmuth, Seelengröße, edle Gesinnung, Plat. Alc. II, 150 c, wobei μεγαλόψυχος zu vgl.; Arist. Eth. 4, 3, der sie 2, 7 der μικροψυχία u. der χαυνότης als die rechte Mitte entgegensetzt; vgl. S. Emp. adv. phys. 1, 161; bes. Freigebigkeit, Pol. 10, 40, 6 u. öfter; Luc. pro Imag. 9. Uebh. Großartigkeit, τῶν πεπραγμένων, D. Sic. 1, 58.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλοψῡχία: ἡ, ἀρετὴ μεγάλων εὐεργετημάτων ποιητική, Ἰσοκρ. 201Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 3· ὡσαύτως, παραπλησίως τῷ μεγαλοπρέπεια, Πολύβ. 10. 40, 6, κτλ. · μ. τῶν ἔργων Δημ. 689. 2, πρβλ. Διόδ. 1. 58. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὑπερηφανία, ὑπεροψία, Δημ. 247. 18· - παρὰ Πλάτ. ἐν Ἀλκ. 2. 150C, ὡς ἠπιωτέρα λέξις ἀντὶ τοῦ ἀφροσύνη, «δογκιχωτισμός».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 magnanimité;
2 en mauv. part arrogance.
Étymologie: μεγαλόψυχος.

Greek Monolingual

και μεγαλοψυχιά, η (ΑM μεγαλοψυχία, Α ιων. τ. μεγαλοψυχίη, Μ και μεγαλοψυχιά) μεγαλόψυχος
η ιδιότητα και το χαρακτηριστικό γνώρισμα του μεγαλόψυχου, μεγαλείο ψυχής, υψηλό φρόνημα, γενναιοφροσύνη
νεοελλ.
συνεκδ. καρτερικότητα, υπομονητικότητα
μσν.
γενναιότητα
αρχ.
1. μεγαλοπρέπεια, επιβλητικότητα
2. γενναιοδωρία
3. (με κακή σημ.) περηφάνια, έπαρση, υπεροψία
4. ψεύτικη επίδειξη ανδρείας, καυχησιολογία, ψευτοπαλικαρισμός («τῇ μὲν γὰρ Λακεδαιμονίων εὐχῇ διὰ τὴν μεγαλοψυχίαν», Πλάτ.).