ακήρατος

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source

Greek Monolingual

ἀκήρατος, -ον (Α)
1. άθικτος, ανέπαφος, ακέραιος
2. καθαρός, αγνός, ανόθευτος, άσπιλος, αμόλυντος, παρθενικός
3. ακούρευτος
4. αθέριστος
5. απαλλαγμένος από κάτι, απρόσβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. -κέρα-τος < ρίζα κερα- (πρβλ. κερα-ΐζω, -κέρα-ιος). Η παραγωγή της λ. από το ρ. κηραίνω (< κὴρ) «βλάπτω, καταστρέφω» (που θα δικαιολογούσε το η της λ. ἀκήρατος) προσκρούει στο ότι το ρ. κηραίνω αποτελεί χρονικά μεταγενέστερο σχηματισμό, έτσι η μακρότητα (του η) στο ἀκήρατος (αντί ἀκέρατος) θα πρέπει μάλλον να ερμηνευθεί είτε με τον βραχυντικό νόμο του Saussure -για την αποφυγή των πολλών αλλεπάλληλων βραχέων
είτε με ετυμολογική επίδραση της λ. κὴρ (βλ. και ετυμολ. του ἀκέραιος). Αν δεν δεχθούμε ότι η σημ. «καθαρός, αγνός, ανόθευτος» είναι προϊόν σημασιολογικής εξελίξεως της αρχικής σημ. «άθικτος, ανέπαφος» με πιθανή αναλογική (παρετυμολογική) επίδραση του κεράννυμι μέσω των ἄκρατος / ἄκρητος, τότε θα πρέπει να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη ενός άλλου ομόηχου τ. ἀκήρατοςἀκήρατος ΙΙ») που θα παράγεται διαφορετικά, απευθείας δηλ. από το κεράννυμι (πρβλ. Λεξικό Liddell-Scott). Εδώ προτιμήθηκε η α' άποψη (Chantraine), έτσι γίνεται λόγος για έναν κοινό τ. ἀκήρατος (όπως και για ένα κοινό παράγωγο ἀκηράσιος). Τέλος, οι σημ. (3) και (4) οδήγησαν ορισμένους και στη διάκριση και ενός τρίτου, διαφορετικού τ. ακήρατος, παραγώγου του ρ. κείρω «κουρεύω», διάκριση που δεν φαίνεται να γίνεται ευρύτερα αποδεκτή.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκηράσιος.