ἄλφα

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλφα Medium diacritics: ἄλφα Low diacritics: άλφα Capitals: ΑΛΦΑ
Transliteration A: álpha Transliteration B: alpha Transliteration C: alfa Beta Code: a)/lfa

English (LSJ)

τό, indecl. (pl.

   A τὰ ἄ. Arist.Metaph.1087a8), v. A a init.; cf. Aen.Tact.31.18, Calliasap.Ath.10.453d, Pl.Cra.431e; ἐπίσταται δ' οὐδ' ἄλφα συλλαβὴν γνῶναι Herod.3.22.    2 T-square, Eustr. in EN74.2.    3 Phoenician for βοὸς κεφαλή, Hsch.    4 metaph., τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ the first and last, Apoc.1.8, al.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλφα: τό, ἄκλ., ἴδε Α α ἐν ἀρχ., πρβλ. Καλλίαν παρ’ Ἀθ. 453D, Πλάτ. Κρατ. 431Ε, Πλούτ. ΙΙ, 738Α.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
indécl.
alpha :
1ᵉ lettre de l’alphabet grec;
comme chiffre αʹ = 1 - ͵α et postér. Α = 1000.
Étymologie: orig. sém. ; cf. hébr. aleph.

Spanish (DGE)

τό

• Alolema(s): tb. ἀλφή Hsch.α 3349
indecl.
I 1la letra alfa Pl.Cra.431e, X.Mem.4.2.13, Call.Com.31B, C, Plu.2.737e, Luc.Herm.40, Iud.Voc.6, Aen.Tact.31.18, plu. τὰ ἄ. Arist.Metaph.1087a8, ἐπίσταται δ' οὐδ' ἄλφα συλλαβὴν γνῶναι no sabe reconocer la letra alfa Herod.3.22, de un mal poeta οὐ δύνατ' ἄλφα γράφειν AP 11.132 (Lucill.)
como hierro de ganadería κάμηλον ... κεχαρακμένον ... ἄ. PLond.909a.7 (II d.C.), cf. BGU 153.17 (II d.C.).
2 fig. el principio τὸ Αλφα καὶ τὸ Ω Apoc.1.8
como etim. de la segunda α de Ἀβραάμ que representa el conocimiento del único Dios, προσλαμβάνει τὸ ἄ., τὴν γνῶσιν τοῦ ἑνὸς καὶ μόνου θεοῦ, καὶ λέγεται Ἀβραάμ Clem.Al.Strom.5.1.8, cf. Iust.Phil.Dial.113.2.
3 número uno de una circunscripción militar de Alejandría PTeb.316.57 (I d.C.)
fig. el número uno, el mejor de un grupo Mart.2.57, 5.26, cf. Α.
II escuadra de carpintero, Eustr.in EN 74.2.
III buey en fenicio, Plu.2.738a, cf. Hsch.

• Etimología: Préstamo del fenicio, alef.

Greek Monolingual

το (Α ἄλφα) (άκλιτο)
1. το πρώτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου (Α, α)
2. φρ. «δεν ξέρει ούτε το άλφα», είναι εντελώς αναλφάβητος (αρχ. «ἐπίσταται δ’ οὐδ’ ἄλφα συλλαβὴν γνῶναι»)
(νεοελλ.-μσν.) (για τον Χριστό) «το Άλφα και το Ωμέγα», η αρχή και το τέλος, η αρχή τών πάντων, η μόνη αρχή [βλ. και Α, α]
νεοελλ.
1. αρχικό σημείο, έναρξη, αρχή
2. φρ. «τά είπε από το άλφα ώς το ωμέγα», με κάθε λεπτομέρεια
«ώσπου να πεις α (άλφα)», υπερβολικά γρήγορα (πρβλ. «ώσπου να πεις κύμινο»)
μσν.
το αλφάδι του ξυλουργού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άκλιτη λ. (πρβλ. πληθ. τὰ ἄλφα), που απαντά για πρώτη φορά στον Κρατύλο του Πλάτωνος. Η λ. είναι επίσης γνωστή από τη φράση «το άλφα και το ω». Πρόκειται για δάνειο σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβραϊκό aleph και λ. Α, α). Το ληκτικό μόρφημα της λ. ἄλφ-α αναπτύχθηκε στην Ελληνική, επειδή το ληκτικό μόρφημα -φ της αντίστοιχης σημιτικής λ. δεν αποτελεί στοιχείο του συστήματος τών ληκτικών μορφημάτων της Ελληνικής.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αλφαβητάριο νεοελλ. αλφαβητικός.
ΣΥΝΘ. μσν.-νεοελλ. αλφάβητος, αλφάδι, αλφάρι
νεοελλ.
αλφαβήτα].