αμαυρός

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75

Greek Monolingual

ἀμαυρός, -ά, -όν (AM)
θαμπός, σκοτεινός
μσν.
(το ουδέτερο ως επίρρημα) ἀμαυρόν αδύναμα, εξασθενημένα
αρχ.
1. αυτός που φαίνεται με δυσκολία, θαμπός, αμυδρός, σκιώδης
2. αυτός που φέγγει θαμπά, σκοτεινός, θαμπός
3. αυτός που δεν έχει φως, άφεγγος, σκοτεινός
4. (για πρόσωπα) τυφλός, αόμματος
5. (για ήχους) ελαφρός, αμυδρός, ασθενικός
6. ασαφής, αβέβαιος
7. άσημος, αφανής, άγνωστος
8. μελαγχολικός, ταραγμένος, ανήσυχος, συγκεχυμένος
9. (με ενεργητική σημασία) (αρρώστια) που αδυνατίζει, που εξασθενεί
10. επίρρ. ἀμαυρά και ἀμαυρῶς
αδύναμα, αμυδρά, θολά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο που απαντά για πρώτη φορά στην Οδύσσεια ως χαρακτηρισμός οπτασίας, φαντάσματος, με τη σημασία «σκοτεινός, δυσδιάκριτος». Στη Σαπφώ το επιθ. χαρακτήριζε τους νεκρούς. Η λ. απαντά επίσης ως επίθ. της νύχτας, ως χαρακτηρισμός βλέμματος και γενικά έχει τη σημασία «ελάχιστα ορατός, σκοτεινός, θαμπός, αμυδρός, σκιώδης» χωρίς να δηλώνει ένα συγκεκριμένο χρώμα. Από το επίθ. ἀμαυρός προήλθε ο ρηματικός τ. ἀμαυρῶ «κάνω κάτι σκοτεινό, επισκιάζω, μειώνω, εξαλείφω». Παράλληλα με το επίθ. ἀμαυρός απαντούν σπανιότερα και οι συνώνυμες λ. μαύρος ή μαυρός, που είναι πιθανό να προήλθαν υποχωρητικά από το ρ. μαυρῶ (-όω) «κάνω κάτι σκοτεινό, μαυρίζω». Στα νέα Ελληνικά το επιθ. μαῦρος δηλώνει ένα συγκεκριμένο χρώμα. Το ρ. μαυρῶ πρέπει να προήλθε από το ἀμαυρῶ με σίγηση του αρκτικού ἀ-. Ετυμολογικά το επίθ. ἀμαυρός είναι άγνωστης προελεύσεως. Πιθ. να έχει κάποια σχέση με το επίθ. ἀμυδρός.
ΠΑΡ. ἀμαυρότης
αρχ.
ἀμαυρίσκω.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμαυρόβιος, ἀμαυροφανής.