άμιλλα

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἅμιλλα)
1. αγώνας για την υπεροχή, προσπάθεια δύο ή περισσοτέρων για υπερτέρηση, συναγωνισμός, ανταγωνισμός
2. αμοιβαίος ζήλος, αγώνας, προσπάθεια
αρχ.
1. (με επίθ.) «ἅμιλλα φιλόπλουτος, πολύτεκνος» — αγώνας για πλούτη, για παιδιά
2. φρ. «ἅμιλλα ἵππων», αγώνας ιπποδρομίας
«ἅμιλλαν τίθημιπροτίθημι», προτείνω αγώνα
«ἅμιλλαν ποιοῡμαι», αμιλλώμαι, διαγωνίζομαι, αγωνίζομαι, πρόθυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστη στον Όμηρο με ιδιαίτερα συχνή χρήση στους λοιπούς ποιητές και στους Αττικούς πεζογράφους. Ετυμολογικά η λ. ανάγεται συνήθως σε αρχικό τ. ἅμ-ιλ-, από όπου προήλθε με αφομοίωση (πρβλ. και τις λ. θύελλα, άμαλλα). Η ακριβής όμως προέλευση τών επιμέρους στοιχείων της λ. είναι άγνωστη. Πρόκειται πιθ. για σύνθετη λ. με α΄ συνθ. το επίρρ. ἅμα «μαζί» και β΄ συνθ. το ουσ. ἴλη «ομάδα ανθρώπων, όμιλος, τμήμα ιππικού». Το β΄ συνθετικό δημιουργεί προβλήματα και λόγω της σημασίας του και λόγω της υπάρξεως αρκτικού F στον αρχικό τύπο της λέξεως. Προτιμότερη θεωρείται άλλη άποψη, σύμφωνα με την οποία το μόρφημα -ιλ- της λ. αποτελεί στοιχείο της καταλήξεως.
ΠΑΡ. ἁμιλλῶμαι].