δέλεαρ

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δέλεαρ Medium diacritics: δέλεαρ Low diacritics: δέλεαρ Capitals: ΔΕΛΕΑΡ
Transliteration A: délear Transliteration B: delear Transliteration C: delear Beta Code: de/lear

English (LSJ)

ατος, τό, Ep. δεῖλαρ (q.v.); Ep. gen.

   A δελείατος Numen. ap. Ath.7.305a; dat. pl. δελέασσιν Opp.H.3.437: contr. in dat. δέλητι Hsch.; neut. pl. δέλητα cj. in Theoc.21.10:—bait, X.Mem.2.1.4, Plb.15.21.6 (pl.): metaph., δ. τινος bait for a person, E.Andr.264, cf. Fr.981.5, Luc. Rh.Pr.25 (pl.), etc.; τιμαὶ γάρ, ἆθλα, δ. ἂ ὁ θεὸς ἔδωκεν ἀνθρώποις Antipho Soph.49: c. gen. rei, an incitement to... ἡδονὴ κακοῦ δέλεαρ Pl.Ti.69d, cf. J.Ap.2.39; δ. σοφίης Epigr.Gr.880.6 (Cyzicus).

German (Pape)

[Seite 544] ατος, dat. δέλητι Hesych.; vgl. δόλος; τό, Köder, Lockspeise; Xen. Mem. 2, 1, 4; Anreizung, Plat. Soph. 222 e; ἡδονὴ μέγιστον κακῶν δέλεαρ Tim. 69 d; σοῦ, für dich, Eur. Andr. 263; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δέλεαρ: -ατος, τό, Ἐπ. δεῖλαρ. Καλλ. Ἀποσπ. 478 (ἴδε δόλος)· - δόλωμα, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 4· μεταφ., δ. τινος, δόλωμα διά τι πρόσωπον, Εὐρ. Ἀνδρ. 264· μετὰ γεν. πράγμ., δελεαστικὴ παρακίνησις εἰς…, ἡδονὴ κακοῦ δέλεαρ, τὸ τοῦ Κικέρωνος esca malorum, Πλάτ. Τίμ. 69D· δ. σοφίης Ἐπιγρ. Ἑλλ. 880. 6·- ἐν τῇ δοτ. ἐνίοτε συνῃρ. δέλητι, Ἡσύχ.· καὶ ὀλίγη ἀμφιβολία ὑπάρχει ὅτι δέλητα εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφὴ ἐν Θεοκρ. 21. 10· πρβλ. δελήτιον.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
appât, amorce ; fig. δέλεάρ τινος appât pour séduire qqn.
Étymologie: R. Δελ, tromper ; cf. δόλος = lat. dolus.

Spanish (DGE)

-ατος, τό

• Alolema(s): eol. βλῆρ Alc.404A

• Morfología: [gen. δελείατος Numen.Her.SHell.584.1; dat. δελῆτι Hsch.; plu. nom. δέλητα Theoc.21.10; dat. δελέασσιν Opp.H.3.437]
1 cebo (ζῷα) ἀγόμενα πρὸς τὸ δ. X.Mem.2.1.4, de peces, Arist.HA 534a12, 534b3, 5, Numen.Her.l.c., τὰ φυκιόεντα δέλητα Theoc.l.c., περὶ τὰ δελέατα καὶ τὰς ἄρκυς Plb.15.21.6, cf. Opp.l.c.
2 fig. cebo, medio de seducción γῆν δ. ἔχοντες E.Fr.981.5, δι' ἡδονῆς τὸ δ. πεποιημένον Pl.Sph.222e, cf. Plu.2.13a, Aristid.Quint.58.12, ἐπείρα ... τῆς διαφθορᾶς δ. Iambl.Fr.64, en plu., Antipho Soph.B 49, Luc.Rh.Pr.25, c. gen. τοιόνδ' ἔχω σου δ. tal es el cebo que tengo para seducirte E.Andr.264, δ. ... φρενῶν un cebo para mi mente E.IT 1181, ἡδονὴ κακοῦ δ. Pl.Ti.69d, cf. Longin.32.5, I.Ap.2.284, δ. σοφίης Epigr.Gr.880.6 (Cízico, imper.).

• Etimología: De *gel°H1°r neutr. en -r de una r. *gel°H1- ‘tragar’, ‘garganta’, que da lugar a aaa. kela, rus. głot, por disim. de g - H1 > g - H1, cf. tb. βλῆρ < βλῆϝαρ < *gleH1°r.

Greek Monolingual

(δελέατος), το (AM δέλεαρ)
1. το δόλωμα
2. το μέσο με το οποίο παρασύρεται κάποιος (α. «το δέλεαρ της εύκολης επιτυχίας» β. «ἡδονήν, μέγιστον κακοῡ δέλεαρ» — την ηδονή, το πιο αποτελεσματικό μέσο για το κακό).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέλεFαρ (πρβλ. άλεFαρ, βλ. αλώ και άλευρον). Αβέβαιης ετυμολ. Η υπόθεση ότι τα δέλεαρ και βληρ προέρχονται με ανομοίωση από δέρεαρ και βρήρ και συνδέονται με βιβρώσκω, αρχ. άνω γερμ. querdar «δόλωμα» αίρεται από την ύπαρξη τών πείραρ και φρέαρ στα οποία δεν έχει γίνει η ανομοίωση του -ρ- σε -λ-. Έτσι θεωρήθηκε προτιμότερη η σύνδεση με αρμ. klanem, αορ. ekul «καταπίνω», ρωσ. glot «γουλιά, ρουφηξιά», λατ. gula «λάρυγγας, φάρυγγας» και η αναγωγή σε ρίζα gwel- «καταπίνω». Η σύνδεση εξάλλου με το δόλος οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογία].