ἐπιτρίβω

From LSJ
Revision as of 07:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦνpeace that surpasses all understanding

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτρίβω Medium diacritics: ἐπιτρίβω Low diacritics: επιτρίβω Capitals: ΕΠΙΤΡΙΒΩ
Transliteration A: epitríbō Transliteration B: epitribō Transliteration C: epitrivo Beta Code: e)pitri/bw

English (LSJ)

[τρῑ], fut.

   A -ψω Hsch.: pf. -τετρῐφα Ar.Lys.952 : aor. 2 Pass. ἐπετρίβην [ῐ] Id.Th.557, al.: fut. Med. in pass. sense, Luc.Icar. 33 (v.l. ἐπιτετρίψονται, as in Ar.Pax246) : —rub on the surface, crush, κἄπνιγε κἀπέτριβεν v.l. in Id.Nu.1376, cf. Ra.571:—Pass., τυπτόμενον ἐπιτριβῆναι Id.Nu.1408 ; ἐπιτριβόμενος τὸν ὦμον galled by the weight, Id.Ra.88.    2 metaph., afflict, destroy, [ἥλιος] καίων ἐ. τούς τε ἀνθρώπους καὶ τὴν χώρην Hdt.4.184 ; γάμον ὅς μ' ἐπέτριψεν Ar.Nu. 438, cf. 243 ; ταῦτά με ἐ. πόθῳ Id.Lys.888 ; ὀδύναις τινὰ ἐ. X.Mem.1.3.12 ; ἐ. τοὺς ἀπόρους D.18.104 ; opp. σῴζειν, Men.Epit.550 ; of an actor, murder a part, D.18.180 ; ἐ. Μένανδρον Plu.2.531b:—Pass., to be utterly destroyed or undone, Sol.33.7, Ar.Ach.1022, Pax246,369 ; ἐπιτριβείης damn you ! Id.Av.1530, Th.557 ; ἐπιτριβείην εἴ τι ἐψευσάμην Luc.DMeretr.2.3 ; to be worried, Phld.Ir.p.27 W ; to be burdened, POxy.1252v32 (iii A.D.), etc.    3 c. dat., waste time over, στοχαστικοῖς Gal.15.172.    II Med., rub paint on one's cheeks, of women, Phryn.PSp.71 B.(cod.), cf. Sch.Ar.Th.396 (Act.).    III inflame by friction, ἐ. τὴν νόσον aggravate it, App.BC5.59, cf. Gal.19.680 ; irritate, excite, τινά Plb.4.84.8 ; τινὰ ἐς πόλεμον App.Mac.11.7, cf. PSI5.452.15 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 996] darauf reiben, einreiben; – med. sich schminken, B. A. p. 40, 28, – abreiben, bereiben, περὶ ἐμοῦ – ἐπιτριβομένου τὸν ὦμον, dem die Schultern abgerieben sind, Ar. Ran. 88; aufreiben, erschöpfen, ἐπετρίβετο τυπτόμενος Nubb. 972; Pax 368 u. öfter; ἐπιτριβείης, Verwünschungsformel, Th. 557; ἐπιτριβείην εἴ τι ἐψευσάμην Luc. D. meretr. 2; von der Sonne, ὅτι σφέας καίων ἐπιτρίβει Her. 4, 184; ταῖς ὀδύναις ἐπιτρίβει τοὺς ἀνθρώπους τὰ φαλάγγια Xen. Mem. 1, 3, 12; tödten, Lys. 13, 59; Οἰνόμαον κακῶς ὑποκρινόμενος ἐπέτριψας, du hast das Stück verhunzt, Dem. 18, 180; vgl. Plut. vit. pud. 6; – aufreizen, τὴν νόσον, heftiger machen, App. B. C. 5, 59; – ἐπιτρίψομαι pass., Luc. Icarom. 33.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτρίβω: ῑ: μέλλ. -ψω: ἀόρ. β΄ παθ. ἐπετρίβην ῐ: μέσ. μέλλ. μετὰ παθ. σημ. Λουκ. Ἰκαρομέν. 33 (ἔνθα ὁ Κόβητος διορθοῖ ἐπιτετρίψονται, ὡς ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 246). ― Τρίβω ἰσχυρῶς ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, καταθλίβω, κἄπνιγε κἀπέτριβεν ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 1376, πρβλ. Βατρ. 571. ― Παθ., τυπτόμενον ἐπιτριβῆναι αὐτόθι 1408· ἐπιτριβόμενος τὸν ὦμον, πιεζόμενος, θλιβόμενος ἐκ τοῦ βάρους, ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 88. 2) μεταφ., θλίβω, λυπῶ, βλάπτω, στενοχωρῶ, καταστρέφω, ἥλιος καίων ἐπιτρίβει τούς τε ἀνθρώπους καὶ τὴν χώρην Ἡρόδ. 4. 184· γάμος μ’ ἐπέτριψε Ἀριστοφ. Νεφ. 438, πρβλ. 243· ταῦτά με ἐπιτρίβει πόθῳ ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 888· ὀδύναις τινὰ ἐπιτρ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 12· ἐπ. τοὺς ἀπόρους Δημ. 260, ἐν τέλ.: ἁπλῶς φονεύω, Λυσ. 135. 17· ἐπὶ ἠθοποιοῦ διαστρέφοντος ὃ ὑποκρίνεται πρόσωπον, ἢ ὃν ἐν Κολυττῷ ποτ’ Οἰνόμαον κακῶς ἐπέτριψας; Δημ. 288. 20, Πλούτ. 2. 531Β: ― Παθ., ἐντελῶς καταστρέφομαι, ἀφανίζομαι, ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρῖφθαι γένος Σόλων 33. 7, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1022, Εἰρ. 369· ἐπιτριβείης, ἀπολεσθείης, «νὰ χαθῇς!», Ὄρνιθ. 1530, Θεσμοφ. 557· ἐπιτριβείην εἴ τι ἐψευσάμην Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 2. 3. ΙΙ. Μέσ., «ἐπιτρίβεσθαι: ἐπὶ γυναικῶν λέγεται χρωμένων ψιμυθίῳ τῷ προσώπῳ ἢ φύκει» Α. Β. 40, 28, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 389. ΙΙΙ. διὰ τριβῆς φλογίζω, ἐπ. τὴν νόσον, ἐπιτείνειν αὐτήν, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 59, 62· ἐρεθίζω τινὰ ἐναντίον τινός, ἐξοργίζω, ἐπιτρῖψαι τὸν ἄνθρωπον Πολύβ. 4. 84, 8· παροτρύνω, τινὰ ἐς πόλεμον Ἀππ. Μακεδ. 4.

French (Bailly abrégé)

user par le frottement, d’où
1 broyer, écraser, acc.;
2 fig. user, abîmer, détruire : ἐπ. τούς τε ἀνθρώπους καὶ τὴν χώρην HDT consumer les hommes et le pays en parl. d’un soleil torride ; ἐπ. τινα ὀδύναις XÉN épuiser qqn par la souffrance ; τυπτόμενος ἐπιτρίβεσθαι être roué de coups.
Étymologie: ἐπί, τρίβω.

Greek Monolingual

ἐπιτρίβω (Α) τρίβω
1. τρίβω κάτι πάνω στην επιφάνεια ή τρίβω την επιφάνεια, συνθλίβω, συμπιέζω, συντρίβω («ἐμοῡ ἐπιτριβομένου τὸν ὦμον», Αριστοφ.)
2. στενοχωρώ, βλάπτω, καταστρέφω, λυπώ, εξαντλώ («τὸν γάμον, ὅς μ’ ἐπέτριψεν», Αριστοφ.)
3. σκοτώνω («ὃv ἐν Κολλυτῷ ποτ’ Οίνόμαον κακῶς ἐπέτριψας», Δημοσθ.)
4. καταστρέφω, εξολοθρεύω, εξοντώνω, αφανίζω
5. (με δοτ.) σπαταλώ, ξοδεύω τον καιρό μου
6. (για γυναίκα) ψιμυθιώνομαι, φκιασιδώνομαι
7. φλογίζω, ερεθίζω με τρίψιμο
8. παροτρύνω, ερεθίζω («τούτους... κατ’ ἰδίαν λαβόντας ἐπιτρίψαι τὸν ἄνθρωπον», Πολ.)
9. παθ. ἐπιτρίβομαι
βασανίζομαι.