-ιάζω

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed

Source

Greek Monolingual

κατάληξη ρημάτων της Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. -άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν -ι- [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (< εφόδιο), νοικιάζω (< νοίκι), οργιάζω (< όργιο), σχεδιάζω (< σχέδιο)]. β) σε ρήματα με κατάλ. -άζω και διατήρηση της ουρανικής προφοράς του προηγούμενου συμφώνου, η οποία παριστάνεται με το -ι-. Τα ρήματα αυτά είχαν αρχικά κατάλ. -ίζω
(πρβλ. αρραβων-ιάζω αντί αρραβωνίζω, βουλ-ιάζω αντί βολίζω, καψαλ-ιάζω αντί καψαλίζω, κιτριν-ιάζω αντί κιτριν-ίζω, μανιάζω αντί μανίζω). γ) σε ρήματα που σχηματίστηκαν αναλογικά προς άλλα σε -ιάζω αντί τών αρχ. σε -ιάω, -ιώ, επειδή συνέπιπτε ο αόρ. σε -ίασα (πρβλ. ανατριχιάζω, κοπιάζω, μουδιάζω, νευριάζω, χτικιάζω, ψειριάζω κ.ά.).